Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "με"

2 εγγραφές [1 - 2]
μέμφομαι
1. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω κπ. ή κτ. |με αιτ. προσ. ή πράγμ. |με σύστ.Α 2. κατακρίνω κπ. για κτ. |με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. προσ. και αιτ. πράγμ. 3. βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ. |με δοτ. προσ. |με μτχ. συνημμένη στο Α 4. παραπονούμαι για κτ. |με γεν. πράγμ. |με απρφ. και μή |με ὅτι |με ὡς |με εἰ
μέτρον
Α. 1. μέτρο, κανόνας, αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ. 2. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3. διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί, μέτρο, μήκος, μέγεθος Β. όριο, σύνορο Γ. ο μέσος όρος, η αποφυγή ακροτήτων, η συμμετρία, η ορθή αναλογία, ο κανόνας, ο νόμος, η νόρμα, το μέτρο |ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ. 1. το ποιητικό μέτρο, το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2. έμμετροι στίχοι, στίχοι |στον πληθ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες