Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "θαυμάζω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαυμάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. παρατηρώ, κοιτάζω κτ. με θαυμασμό |θαυμάζω, τιμώ, σέβομαι |με αιτ.προσ. ή πράγμ. |απόλ. 2. απορώ, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι |με αιτ. και απρμφ. |με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση |με γεν. |με αιτ. και γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι, τιμώμαι, είμαι σεβαστός, εκτιμώμαι