Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • θαυμάζω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. παρατηρώ, κοιτάζω κτ. με θαυμασμό |θαυμάζω, τιμώ, σέβομαι |με αιτ.προσ. ή πράγμ. |απόλ. 2. απορώ, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι |με αιτ. και απρμφ. |με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση |με γεν. |με αιτ. και γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι, τιμώμαι, είμαι σεβαστός, εκτιμώμαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. παρατηρώ, κοιτάζω κτ. με θαυμασμό
    • ΟΜ Οδ 7.43 θαύμαζεν δ΄ Ὀδυσεὺς λιμένας καὶ νῆας ἐΐσας
    • ΞΕΝ Οικ 8.6.1 τίς δ΄ οὐκ ἂν θαυμάσειεν ἱππέας κατὰ τάξεις ἐλαύνοντας
    • θαυμάζω, τιμώ, σέβομαι
    • με αιτ.προσ. ή πράγμ.
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.373 Ζεῦ φίλε͵ θαυμάζω σε· σὺ γὰρ πάντεσσιν ἀνάσσεις/ τιμὴν αὐτὸς ἔχων καὶ μεγάλην δύναμιν
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 1214 ὡς εἰκότως σε πᾶσα θαυμάζει πόλις
    • ΙΣΟΚΡ 8.83 τὸν δὲ πλοῦτον θαυμάζοντες καὶ ζηλοῦντες
    • απόλ.
    • ΞΕΝ Ελλ 1.4.13 ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως ὄχλος ἡθροίσθη πρὸς τὰς ναῦς͵ θαυμάζοντες καὶ ἰδεῖν βουλόμενοι τὸν Ἀλκιβιάδην
    • 2. απορώ, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι
    • με αιτ. και απρμφ.
    • ΕΥΡ Μηδ 268 πενθεῖν δ'οὔ σε θαυμάζω τύχας
    • με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.5.37 ἄνδρες φίλοι τε καὶ σύμμαχοι͵ μὴ θαυμάζετε ὅτι πολλάκις ὑμᾶς συγκαλῶ
    • ΔΗΜ 15.19 θαυμάζω δ'εἰ μηδείς ὑμῶν ἡγεῖται Χίων ὀλιγαρχουμένων
    • ΞΕΝ Απομν 1.1.20 θαυμάζω οὖν ὅπως ποτέ ἐπείσθησαν Ἀθηναῖοι Σωκράτην περί θεούς μὴ σωφρονεῖν
    • με γεν.
    • ΙΣΟΚΡ 6.93 θαυμάζω δὲ τῶν ὑπὲρ μὲν τῆς ἰδίας δόξης ἀποθνῄσκειν ἐθελόντων͵ ὑπὲρ δὲ τῆς κοινῆς μὴ τὴν αὐτὴν γνώμην ἐχόντων
    • με αιτ. και γεν.
    • ΔΗΜ 20.143 πολλὰ δὲ θαυμάζων Λεπτίνου κατὰ τὸν νόμον
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 771b μᾶλλον ἄν τις εὐλόγως θαυμάσειεν ἐπὶ τῶν πολυτοκούντων
    • απόλ.
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.144 συνείθισθε ἤδη τἀδικήματα τὰ τούτου ἀκούειν͵ ὥστε οὐ θαυμάζετε
    • ΠΛ Νομ 804b μὴ θαυμάσῃς͵ ὦ Μέγιλλε͵ ἀλλὰ σύγγνωθί μοι
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι, τιμώμαι, είμαι σεβαστός, εκτιμώμαι
    • ΞΕΝ Απομν 4.8.2 πάντων ἀνθρώπων μάλιστα ἐθαυμάζετο ἐπί τῷ εὐθύμως τε και εὐκόλως ζῆν
    • ΘΟΥΚ 2.39.4 ἐν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι και ἔτι ἐν ἄλλοις
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΘΑΥΜΑ >
    • Από: θαῡμα + -ζω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ9
    • θαυμάζω, ἐθαύμαζον, θαυμάσω, ἐθαύμασα, τεθαύμακα, (μτγν. ἐτεθαυμάκει)
    • θαυμάσομαι (με ενεργητική σημασία), (μτγν. ἐθαυμασάμην), (μτγν. τεθαύμασμαι)
    • παθ. μέλλ.θαυμασθήσομαι, παθ. αόρ.ἐθαυμάσθην
    • ιων. θωμάζω
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: θαῦμα, θαυμασιότης, θαυμαστής, θαυμασμός, θαυματοποιία, θαυματοποιός, θαυματουργία
      • ρήματα: θαυμαίνω, θαυμαστόω 'κάνω κάτι θαυμαστό', θαυματουργέω, ἀποθαυμάζω 'κυριεύομαι από μεγάλο θαυμασμό', ἐπιθαυμάζω 'εκφράζω το θαυμασμό μου σε κάποιον προσφέροντάς του δώρο', ὑπερθαυμάζω
      • επίθετα: θαυμάσιος, θαυμαστικός, θαυμαστός, θαυματός, θαυματοποιητικός, ἀξιοθαύμαστος
      • επιρρήματα: θαυμασίως, θαυμαστῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. θωμάζω, θῶμα 'θαύμα', θωμάσιος, θωμαστός
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: θαύμακτρον 'τα χρήματα που πληρώνει κάποιος, για να δει τέχνασμα θαυματοποιού', θαυμασία 'θαύμα, θαυμασμός', θαυμάστωσις, θαυματολογία, θαυματούργημα, θαυματουργός, θαυμασιουργός, ἀθαυμαστία 'ο χαρακτήρας του αθαύμαστου'
      • ρήματα: θαυμασιόω, θαυματοποιέω, ἐκθαυμάζω, καταθαυμάζω, προθαυμάζω, προσθαυμάζω, συνθαυμάζω, συνθαυματουργέω
      • επίθετα: θαυματόεις, θαυματόβρυτος 'αυτός που είναι γεμάτος θαύματα', ἀθαύμαστος 'αυτός που δε θαυμάζει ή δεν εκπλήσσεται με τίποτε', μικροθαύμαστος, πανθαυμάσιος, πανθαύμαστος, πολυθαύμαστος, ὑπερθαύμαστος
      • επιρρήματα: ἀθαυμάστως, ἀθαυμαστί, ἀποθαυμαστικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %θαυμ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • θαυμασιογράφοι, θαυμάστρια, θαυματογέννητος, θαυματοϊατροί, θαυματολόγος, θαυματοπλάσται, θαυματοποιείον, θαυματουργικά
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %θαυμ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %θαυμ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θράκ. θαμαίνουμι 'θαυμάζω, απορώ', Ήπ. θιαμαίνομαι 'μένω με ανοιχτό το στόμα, θαυμάζω', Νάξ. θάμασμα 'υπέροχο πράγμα', Πόντ. θάμασμαν, θάγμαγμαν 'θαυμασμός', Κύπ. θαμμαστός, Πόντ. θαμαστός, θαγμαστός 'θαυμάσιος', Κύπ. θαμματουργία 'θαυματουργία'