Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ησυχία"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἡσυχία
Α. 1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ανάπαυση, ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2. διακοπή, παύση, ανάπαυση από κτ. |με γεν. Β. 1. σιωπή, σιγή 2. έρημος, ήσυχος τόπος, μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης |φρ. ἐν ἡσυχίᾳ, μεθ' ἡσυχίας, ἐφ' ἡσυχίας, καθ' ἡσυχίαν=σε ησυχία, σε ειρήνη, σε ανάπαυση |φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν=αδρανώ, αναπαύομαι, σιωπώ |φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ.