Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ζημία"

1 εγγραφή
ζημία
Α. απώλεια, υλική ή σωματικἠ βλάβη, φθορά, συμφορά, ζημία, αντ. του κέρδος |φρ. ζημίαν ἐργάζεσθαι Β. ποινή, τιμωρία |με γεν. της ποινής |στον πληθ. |χρηματική ποινή, πρόστιμο |φρ. θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω, ορίζω την ποινή του θανάτου Γ. συνήθως με επίθ. άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος |υβρ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες