Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ζημία
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. απώλεια, υλική ή σωματικἠ βλάβη, φθορά, συμφορά, ζημία, αντ. του κέρδος |φρ. ζημίαν ἐργάζεσθαι Β. ποινή, τιμωρία |με γεν. της ποινής |στον πληθ. |χρηματική ποινή, πρόστιμο |φρ. θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω, ορίζω την ποινή του θανάτου Γ. συνήθως με επίθ. άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος |υβρ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. απώλεια, υλική ή σωματικἠ βλάβη, φθορά, συμφορά, ζημία, αντ. του κέρδος
    • ΑΙΣΧ Πρ 329 γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται; { από αστόχαστη γλώσσα προξενείται σωματική βλάβη; }
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1132a ἀλλὰ πειρᾶται τῇ ζημίᾳ ἰσάζειν͵ ἀφαιρῶν τοῦ κέρδους
    • ΛΥΣ 32.21 ἐν ταῖς μεγάλαις ζημίαις ἐνίοτε οὐχ ἧττον τὰ μικρὰ λυπεῖ τοὺς ἀδικουμένους { στις μεγάλες συμφορές καμιά φορά οι μικρές στενοχωρούν περισσότερο αυτούς που αδικούνται }
    • ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 2.8.6 ᾧ κατὰ λόγον ζημίαν ἦν λαβεῖν͵ τὸν τοιοῦτον κερδάναντα εὐτυχῆ φαμέν { εκείνον που λογικά θα έπρεπε να υποστεί ζημιά, όταν αυτός κερδίσει, τον αποκαλούμε καλότυχο }
    • φρ. ζημίαν ἐργάζεσθαι
    • ΙΣΑΙΟΣ 6.20 ὁ μὲν Δίων ζημίαν εἰργασμένος καὶ δείσας ὑπὲρ αὑτοῦ ὑπεχώρησεν εἰς Σικυῶνα { ο Δίων, επειδή απέδρασε από τον κύριό του και φοβόταν για την αφεντιά του, κατέφυγε στη Σικυώνα }
    • Β. ποινή, τιμωρία
    • ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.17.7 τινες ὀλίγοι καὶ τῶν νομοθετῶν διορίζειν τό τε ἑκούσιον καὶ τὸ ἐκ προαιρέσεως ἕτερον ὄν͵ ἐλάττους τὰς ζημίας ἐπὶ τοῖς ἑκουσίοις ἢ τοῖς κατὰ προαίρεσιν τάττοντες { μερικοί, λίγοι βέβαια, από τους νομοθέτες χαρακτηρίζουν και το εκούσιο και αυτό που γίνεται από προαίρεση ότι είναι διαφορετικό, επιτάσσοντας οι τιμωρίες για τα εκούσια να είναι μικρότερες από εκείνες τις πράξεις που γίνονται από πρόθεση }
    • ΘΟΥΚ 1.86.1 καίτοι εἰ πρὸς τοὺς Μήδους ἐγένοντο ἀγαθοὶ τότε͵ πρὸς δ΄ ἡμᾶς κακοὶ νῦν͵ διπλασίας ζημίας ἄξιοί εἰσιν
    • ΠΛ Νομ 877b γονέας δ΄ ἂν παῖς ἢ δοῦλος δεσπότην ὡσαύτως ἐκ προνοίας τρώσῃ͵ θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν
    • με γεν. της ποινής
    • ΠΛ Θεαιτ 176d ἀγνοοῦσι γὰρ ζημίαν ἀδικίας͵ ὃ δεῖ ἥκιστα ἀγνοεῖν
    • στον πληθ.
    • ΞΕΝ Οικ 14.7 ἐκεῖνοι μὲν γὰρ οἱ νόμοι ζημίαι μόνον εἰσὶ τοῖς ἁμαρτάνουσιν
    • χρηματική ποινή, πρόστιμο
    • ΠΛ Νομ 774e καθάπερ ἐρρήθη τῶν μὴ γαμούντων πέρι τοὺς ταμίας ἐκπράττειν ἑκάστοτε τοὺς τῆς ῞Ηρας ἢ παρ΄ αὑτῶν ἑκάστους τὴν ζημίαν ἐκτίνειν { κατά τον ίδιο τρόπο που είπαμε πως θα γίνεται για εκείνους τους ταμίες της Ήρας που θα εισπράττουν τα πρόστιμα των ανύπαντρων, ειδεμή θα πληρώνουν οι ίδιοι το πρόστιμο του καθενός }
    • ΔΗΜ 24.83 ἦν ἀνάγκη τοῖς ὀφλοῦσιν...τὰς ἐκ τῶν νόμων προσούσας ζημίας καταβάλλειν { ήταν υποχρέωση των οφειλετών να καταβάλλουν τις χρηματικές ποινές που απέρρεαν από τους νόμους }
    • φρ. θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω, ορίζω την ποινή του θανάτου
    • ΔΗΜ 19.252 ἀφεστηκυίας Σαλαμῖνος Ἀθηναίων καὶ θάνατον ζημίαν ψηφισαμένων
    • ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.9.9 καὶ ἐπὶ μὲν τοῖς φαύλοις ζημίαν τάττει͵ ἂν πράττῃ͵ ἐπὶ δὲ τοῖς καλοῖς͵ ἂν μὴ πράττῃ;
    • Γ. συνήθως με επίθ. άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος
    • υβρ.
    • ΞΕΝ Απομν 2.3.2 εἴ τις τοὺς μὲν ἀδελφοὺς ζημίαν ἡγεῖται
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ZHMIA >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
    • ιων. ζημίη, δωρ. ζαμία
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ζημίωμα, ζημίωσις, ζημιωτής 'αυτός που επιβάλλει ποινή', ἐπιζημίωμα 'ποινή'
      • ρήματα: ἐπιζημιόω-ῶ
      • επίθετα: ζημιώδης, ἐπιζήμιος
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ζαμία
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: ζημιοπρακτέω-ῶ
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ζημ%
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %ζημ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ζημ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. ζημνιωτής 'βλαβερός'