Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ες"

2 εγγραφές [1 - 2]
ἐσθλός
Α. 1. καλός, αγαθός, ευγενής (αντ. κακός), ωραίος |για έμψυχα και άψυχα |καλός, έντιμος, πιστός, ειλικρινής |με ηθική σημασία 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός, άξιος, ξακουστός 3. συνετός, φρόνιμος, πολύτιμος |αίσιος, ευοίωνος, τυχερός Β. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη, η ευτυχία |το ουδ. πληθ. ως ουσ. τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις |τὰ ἐσθλά=η περιουσία, τα αγαθά
ἔσχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση, ο πιο απομακρυσμένος, ο τελευταίος σε μια σειρά κατάταξης |για χώρο |ως ουσ. τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο, το ακρότατο όριο |ως ουσ. τὰ ἔσχατα=τα άκρα, τα όρια, τα πέρατα 2. ο τελευταίος, ο ύστατος, αυτός που μένει μέχρι τέλος |για χρόνο 3. ο ανώτατος, ο ύψιστος, ο μεγαλύτερος, ο χειρότερος, ο πιο δυσάρεστος, ο πιο δύσκολος |για βαθμό |ο κατώτερος, ο πιο τιποτένιος |για άνθρωπο |φρ. ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος |λογική |ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος, στο μέγιστο βαθμό, υπερβολικά, πάρα πολύ |φρ. τὸ ἔσχατον=στο τέλος / το χειρότερο απ' όλα |φρ. ἐπὶ (τὸ)ἔσχατον με γεν.=ως το τέλος |φρ. ἐπ' ἐσχάτῳ = στο τέλος |φρ. εἰς τὸ ἔσχατον, εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες