Basic Lexicon of Ancient Greek

Go

Search options

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐσθλός
    • επίθετο
    • -ή, -όν
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. καλός, αγαθός, ευγενής (αντ. κακός), ωραίος |για έμψυχα και άψυχα |καλός, έντιμος, πιστός, ειλικρινής |με ηθική σημασία 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός, άξιος, ξακουστός 3. συνετός, φρόνιμος, πολύτιμος |αίσιος, ευοίωνος, τυχερός Β. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη, η ευτυχία |το ουδ. πληθ. ως ουσ. τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις |τὰ ἐσθλά=η περιουσία, τα αγαθά

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. καλός, αγαθός, ευγενής (αντ. κακός), ωραίος
    • για έμψυχα και άψυχα
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.20 ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ΄ ἐσθλὰ διδάξεαι { από καλούς θα διδαχθείς καλά }
    • ΕΥΡ απ 75 ἐσθλῶν ἀπ΄ ἀνδρῶν ἐσθλὰ γίγνεσθαι τέκνα
    • ΣΟΦ Αντ 38 εἴτ΄ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ΄ ἐσθλῶν κακή
    • καλός, έντιμος, πιστός, ειλικρινής
    • με ηθική σημασία
    • ΠΛ Πρωτ 343b λέγοντος τοῦ Πιττακοῦ ὅτι χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι
    • ΑΙΣΧ Αγ 608 δωμάτων κύνα ἐσθλὴν ἐκείνῳ͵ πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 611 φίλον γὰρ ἐσθλὸν ἐκβαλεῖν ἴσον λέγω καὶ τὸν παρ΄ αὑτῷ βίοτον
    • 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός, άξιος, ξακουστός
    • ΟΜ Οδ 2.46 τὸ μὲν πατέρ΄ ἐσθλὸν ἀπώλεσα
    • ΣΟΦ Ηλ 322 πέφυκεν ἐσθλὸς ὥστ΄ ἀρκεῖν φίλοις
    • ΑΙΣΧ Περ 776 τὸν δὲ σὺν δόλῳ Ἀρταφρένης ἔκτεινεν ἐσθλὸς ἐν δόμοις
    • 3. συνετός, φρόνιμος, πολύτιμος
    • ΟΜ Ιλ 1.108 ἐσθλὸν δ΄ οὔτέ τί πω εἶπας ἔπος οὔτ΄ ἐτέλεσσας
    • ΣΟΦ Αντ 1245 ἡ γυνὴ πάλιν φρούδη͵ πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λόγον
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.1054 βουλὴ δ΄ εἰς ἀγαθὸν καὶ νόον ἐσθλὸν ἄγει
    • αίσιος, ευοίωνος, τυχερός
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 610 ἐλπίδα δ΄ ἔχω τιν΄ ὡς ἐπ΄ ἐσθλοῖσιν γάμοις πάρειμι νυμφαγωγός
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 86 τίν΄ ἡμὶν ἥκεις τοῦ θεοῦ φήμην φέρων; ἐσθλήν
    • Β.
    • το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη, η ευτυχία
    • ΟΜ Ιλ 24.530 ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται͵ ἄλλοτε δ΄ ἐσθλῷ
    • το ουδ. πληθ. ως ουσ. τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις
    • ΠΛ Αλκ2 143a Ζεῦ βασιλεῦ͵ τὰ μὲν ἐσθλά͵ φησί͵ καὶ εὐχομένοις καὶ ἀνεύκτοις ἄμμι δίδου
    • τὰ ἐσθλά=η περιουσία, τα αγαθά
    • ΑΙΣΧ Περ 222 ἐσθλά σοι πέμπειν τέκνῳ τε γῆς ἔνερθεν ἐς φάος
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΣΘΛΟΣ >
    • Από: ἐσθλ- + επίθημα -ός.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
    • επίθετο συγκρ. ἐσθλότερος, υπερθ. ἐσθλότατος
    • δωρ.ἐσλός,-ά, -όν , αιολ. ἔσλος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: τό ἐσθλόν 'καλή τύχη, ευτυχία', τά ἐσθλά 'τα αγαθά'
      • επίθετα: ἐσθλός
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αιολ. ἔσθλος, ἐσλός, αρκαδ. ἐσλός
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐσθλότης, ἐσθλοδότης, ἐσθλογάμος
      • επίθετα: ἐσθλομανής