Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "επί"

5 εγγραφές [1 - 5]
ἐπιβουλεύω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σχεδιάζω κτ. κακό για κπ., έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ. |με δοτ. και αιτ. |σχεδιάζω κτ. κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ., συνωμοτώ, μηχανορραφώ |με δοτ. |με αιτ. 2. κάνω σχέδια γα κτ., αποβλέπω σε κτ., θέτω κτ. ως σκοπό |με δοτ. |σχεδιάζω να κάνω κτ. |με απρφ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ. |ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης |τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια, οι συνωμοσίες
ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. παρουσιάζω, εκθέτω, δείχνω |επιδεικνύω, προβάλλω |με αιτ. |με αιτ. και δοτ. |με δευτερεύουσα πρόταση 2. δηλώνω, φανερώνω, εξηγώ |αποδεικνύω |με μτχ. Β. ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου |με αιτ. |με αιτ. και δοτ. |με μτχ. |επιδεικνύομαι |απόλ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι, αποδεικνύομαι
ἐπιδίδωμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον, προσθέτω |προσφέρω με τη θέλησή μου, παραχωρώ, χαρίζω 2. συνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης |δίνω προίκα 3. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, ενισχύομαι, βελτιώνομαι, προοδεύω Β. ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι, δίνομαι
ἐπιτήδευμα
|αυτό με το οποίο ασχολείται κπ., η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα |η συνήθεια, ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ.)
ἐπιτιμάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω, κατηγορώ, ψέγω |με δοτ. προσ. ή πράγμ. |με αιτ. πράγμ. |απόλ. |επιβάλλω ποινή, τιμωρώ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ακριβαίνω, υπερτιμώμαι, αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2. επιπλήττομαι, κατακρίνομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες