Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐπιβουλεύω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σχεδιάζω κτ. κακό για κπ., έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ. |με δοτ. και αιτ. |σχεδιάζω κτ. κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ., συνωμοτώ, μηχανορραφώ |με δοτ. |με αιτ. 2. κάνω σχέδια γα κτ., αποβλέπω σε κτ., θέτω κτ. ως σκοπό |με δοτ. |σχεδιάζω να κάνω κτ. |με απρφ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ. |ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης |τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια, οι συνωμοσίες

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. σχεδιάζω κτ. κακό για κπ., έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ.
    • με δοτ. και αιτ.
    • ΑΝΔΟΚ 4.15 καίτοι ὅστις ὑβρίζει γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ καὶ τῷ κηδεστῇ θάνατον ἐπιβουλεύει
    • σχεδιάζω κτ. κρυφά και ύπουλα για να βλάψω κπ., συνωμοτώ, μηχανορραφώ
    • με δοτ.
    • ΠΛ Πολ 551d τὴν τοιαύτην πόλιν͵ τὴν μὲν πενήτων͵ τὴν δὲ πλουσίων͵ οἰκοῦντας ἐν τῷ αὐτῷ, ἀεὶ ἐπιβουλεύοντας ἀλλήλοις
    • ΔΗΜ 8.35 λέγεθ' ὡς ἐπιβουλεύει Φίλιππος ἡμῖν καὶ πᾶσι τοῖς Ἕλλησι
    • ΠΛ Πολ 565b ὡς ἐπιβουλεύουσι τῷ δήμῳ καί εἰσιν ὀλιγαρχικοί
    • με αιτ.
    • ΘΟΥΚ 8.60.1 ξυνέπραξαν δὲ Ἐρετριῶν τε ἄνδρες καὶ αὐτῶν Ὠρωπίων͵ ἐπιβουλεύοντες ἀπόστασιν τῆς Εὐβοίας
    • ΑΝΤΙΦ 4.2.7 ἀδίκως δὲ θάνατον ἐπιβουλεύοντες τά τε νόμιμα συγχέουσι
    • 2. κάνω σχέδια γα κτ., αποβλέπω σε κτ., θέτω κτ. ως σκοπό
    • με δοτ.
    • ΘΟΥΚ 6.54.3 ἐπιβουλεύει εὐθύς ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξιώσεως κατάλυσιν τῇ τυραννίδι
    • ΠΛ Γοργ 473d ὅμως δὲ ὑπόμνησόν με σμικρόν, ἐάν ἀδίκως ἐπιβουλεύων τυραννίδι
    • σχεδιάζω να κάνω κτ.
    • με απρφ.
    • ΛΥΣ 3.42 ἀλλ΄ ὅσοι ἐπιβουλεύσαντες ἀποκτεῖναί τινα
    • ΘΟΥΚ 3.20.1 ἐπιβουλεύουσιν αὐτοί τε...πάντες ἐξελθεῖν καὶ ὑπερβῆναι τὰ τείχη τῶν πολεμίων
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας
    • ΑΝΤΙΦ 5.57 καὶ τὴν πρόνοιαν ἐκ πολλοῦ φανερὰν εἶναι ἐπιβουλευομένην
    • ΔΗΜ 19.304 ὡς ἐπιβουλευομένης μὲν ὑπὸ Φιλἰππου τῆς Ἑλλάδος
    • ΛΥΣ 3.39 ὁ γὰρ ἀδικηθεὶς καὶ ἐπιβουλευθεὶς ὑπ'ἐμοῦ
    • Γ.
    • ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης
    • ΙΣΟΚΡ 10.34 ἧττον φοβούμενον τοὺς φυλάττοντας ἢ τοὺς ἐπιβουλεύοντας
    • ΔΗΜ 24.38 διὰ ταῦτα πάντ᾽ ἐφ᾽ ἑκάστην ἀπαντᾷ τὴν ὁδὸν τῶν ἀδικημάτων, κωλύων καὶ οὐκ ἐῶν βαδίζειν τοὺς ἐπιβουλεύοντας ὑμῖν
    • τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια, οι συνωμοσίες
    • ΘΟΥΚ 6.88.7 μὴ περιορᾶν τὰ γιγνόμενα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, ὡς καὶ ἐκείνοις ὁμοίως ἐπιβουλευόμενα
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΠΙΒΟΥΛΗ >
    • Από: ἐπιβουλ- + -εύω
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • ἐπιβουλεύω, ἐπεβούλευον, ἐπιβουλεύσω, ἐπεβούλευσα, ἐπιβεβούλευκα, ἐπεβεβουλεύκειν
    • ἐπιβουλεύομαι, ἐπεβουλευόμην, ἐπιβουλεύσομαι, ἐπεβουλευσάμην, ἐπιβεβούλευμαι, ἐπεβεβουλεύμην
    • παθ. μέλλ. ἐπιβουλευθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπεβουλεύθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: βουλή, βούλημα 'σκοπός, πρόθεση', βούλησις 'θέληση, πρόθεση, σκοπός', βούλευσις 'απόφαση, επιβουλή εναντίον της ζωής κάποιου', βουλευτής, βούλευτις (θηλ.), βουλευτήριον, βούλευμα 'απόφαση, σκοπός, σχέδιο', βουλευμάτιον, βουλεῖον 'δικαστήριο, βουλευτήριο', βουλεία 'το λειτούργημα του βουλευτού', βούλαρχος 'ο πρόεδρος της βουλής', ἀβουλία 'η κακή σκέψη, η απερισκεψία', αὐτοβούλησις, ἐπιβουλία, ἐπιβουλή, ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλευτής, προβούλευμα 'προκαταρκτική απόφαση, σχέδιο νόμου'
      • ρήματα: βουλεύω, βουλαρχέω, ἀβουλέω, ἐπιβουλεύω, ἀντεπιβουλεύω, κοινοβουλέω
      • επίθετα: βούλιος 'συνετός, σοφός', βουλητός, βουλητέος, βουλήεις 'ο συνετός, αυτός που έχει καλή γνώμη', βουλαῖος 'αυτός που ανήκει στη βουλή', βουλόμαχος 'αυτός που επιθυμεί τη μάχη', βουληφόρος 'αυτός που εκφέρει γνώμη, που συμβουλεύει', βουλευτός 'ο σχεδιασμένος', βουλευτικός, βουλευτήριος 'αυτός που παρέχει συμβουλές', ἀνδρόβουλος 'η γυναίκα που έχει ανδρικά φρονήματα', ἀνεπιβούλευτος 'αυτός που δεν επιβουλεύεται κάποιον, που δεν υπόκειται σε επιβουλή', ἄβουλος 'ασυλλόγιστος', ἀβούλητος 'ακούσιος', αὐτόβουλος, βαθύβουλος, ἐπίβουλος, κακόβουλος, πρόβουλος
      • επιρρήματα: ἀβούλως, προβούλως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. βόλομαι, αιολ. βόλλομαι, κρητ. βώλομαι, βοιωτ. βήλομαι, βείλομαι, θεσσ. βέλλομαι 'βούλομαι', αιολ. βόλλα, δωρ. βωλά, βουλά 'βουλή', δωρ. βωλεύω, λεσβ. βολλεύω 'βουλεύω'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: βουλογραφία 'η καταγραφή των βουλευτικών αποφάσεων', βουληγόρος 'αυτός που μιλά στη βουλή', βουληγορία, βουλευτήρ, βουλαρχία, ἀβουλησία, αὐτοβουλία, κοινοβούλιον, κοινοβουλία, ὑστεροβουλία
      • ρήματα: βουλογραφέω, βουληγορέω
      • επίθετα: βουλητικός, βουλογράφος, βουλεκκλησία, ἐπιβουλευτικός, ἀβούλευτος, ἀνεπίβουλος, δίβουλος, κοινόβουλος, κοινοβουλευτικός
      • επιρρήματα: βουλητικῶς, βουλευτικῶς, βουληφόρως, ἐπιβούλως, ἐπιβουλευτικῶς, ἀνεπιβουλεύτως, ἀνεπιβούλως, αὐτοβούλως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %βουλ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • βουλευτικισμός, βουλευτίνα, βουλευτισμός, βουλευτοθηρία, βουλευτοκρατία, βουλευτοκρατικός, βουλευτομανία, βουλεύτρια, βουληματικός, κοινοβουλευτήριον, κοινοβουλευτικισμός, κοινοβουλευτικότης, κοινοβουλευτισμός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %βουλ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %βουλ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Μακεδ. Στερ.Ελλ. βούλουμι, Ήπ. Κορσ. Μακεδ. Πόντ. ΒΘράκ. Θράκ. βουλειούμαι, Ήπ. Μακεδ. Θεσσ. Θράκ. βουλειούμι, Θράκ. βουλειούμ᾽, Ήπ. β᾽λειούμι, Νίσ. βουλούμαι , Θράκ. βουλούμι, Βιθ. Εύβ. Νάξ. Πελοπ. Τήλος βουλειέμαι, Σαμοθ. βουλειέμι, Μακεδ. βουλέμι, Αθ.Ήπ. Κέρκ. Μακεδ. Στερ.Ελ. Θεσσ. βουλειώμαι, Ήπ. Πελοπ. βούλειομαι, Πελοπ. βουλίζομαι, Νίσ. Πελοπ. βούληση, Θράκ. βούλησ᾽, Ζάκ. βουλησιά, Κύπ. βουλεύ(γ)ω 'συμβουλεύω', Κύπ. Τήλος βουλεύκω 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Πελοπ. βουλεύομαι, Κρ. Κύπ. βουλεύγομαι 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Ήπ. Μακεδ. βουλεύουμι 'σκέπτομαι', Θράκ. βουλεύουμ᾽ 'σκέπτομαι'