Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "εναργής"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος, χειροπιαστός |φανερός, ευκρινής, ολοκάθαρος |για όνειρα ή οράματα |λαμπρός, ξεχωριστός 2. προφανής, καταφανής, ευνόητος, κατανοητός, ξεκάθαρος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά, φανερά, καθαρά, με σαφήνεια