Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐναργής
    • επίθετο
    • -ής, -ές
    • ἐναργῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος, χειροπιαστός |φανερός, ευκρινής, ολοκάθαρος |για όνειρα ή οράματα |λαμπρός, ξεχωριστός 2. προφανής, καταφανής, ευνόητος, κατανοητός, ξεκάθαρος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά, φανερά, καθαρά, με σαφήνεια

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος, χειροπιαστός
    • ΟΜ Οδ 3.420 ἥ μοι ἐναργὴς ἦλθε θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν { ήρθε (η Παλλάδα) ολοφάνερη στο θεϊκό τραπέζι }
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 910 πρὶν ἂν κείνας ἐναργεῖς δεῦρό μοι στήσῃς ἄγων { πριν φέρεις και παρουσιάσεις εκείνες μπροστά στα μάτια μου }
    • φανερός, ευκρινής, ολοκάθαρος
    • για όνειρα ή οράματα
    • ΗΡ 7.47.1 εἴ τοι ἡ ὄψις τοῦ ἐνυπνίου μὴ ἐναργὴς οὕτω ἐφάνη { αν δεν ήταν τόσο φανερό αυτό που είδες στο όνειρό σου }
    • ΑΙΣΧ Περ 180 ἀλλ΄ οὔτι πω τοιόνδ΄ ἐναργὲς εἰδόμην ὡς τῆς πάροιθεν εὐφρόνης { ποτέ δεν είδα τόσο φανερό, όπως την προηγούμενη νύχτα }
    • λαμπρός, ξεχωριστός
    • ΠΙΝΔ Ολ 7.42 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα
    • 2. προφανής, καταφανής, ευνόητος, κατανοητός, ξεκάθαρος
    • ΔΗΜ 19. 263 οὐχ ὁρᾶθ΄ ὡς ἐναργές͵ ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι͵ καὶ σαφὲς παράδειγμ΄ οἱ ταλαίπωροι γεγόνασιν Ὀλύνθιοι;
    • ΔΗΜ 14. 4 εἰ μὲν ἐναργὲς (τι) γένοιτο καὶ σαφὲς ὡς βασιλεὺς αὐτοῖς ἐπιχειρεῖ
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 535 φονεὺς ὢν τοῦδε τἀνδρὸς ἐμφανῶς λῃστής τ΄ ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος;
    • ΠΛ Ιων 535c ὡς ἐναργές μοι τοῦτο͵ ὦ Σώκρατες͵ τὸ τεκμήριον εἶπες
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά, φανερά, καθαρά, με σαφήνεια
    • ΠΛ Φαιδ 102a ὡς ἐναργῶς τῷ καὶ σμικρὸν νοῦν ἔχοντι εἰπεῖν ἐκεῖνος ταῦτα
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.121 οὐ γὰρ δι᾽ αἰνιγμῶν, ἀλλ᾽ ἐναργῶς γέγραπται
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 1173 ὦ Δῆμ᾽, ἐναργῶς ἡ θεός σ᾽ ἐπισκοπεῖ
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: ἐν + ἀργός > ἐναργής.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε18
    • επίθετο συγκρ. ἐναργέστερος, υπερθ. ἐναργέστατος
    • επίρρημα συγκρ. ἐναργέστερον, υπερθ. ἐναργέστατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἐνάργεια
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐνάργημα 'προφανές φαινόμενο'
      • επίθετα: ἐναργώδης
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • εναργοποίησις, εναργοποιέω-ώ
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %εναργ%