Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "διά"

7 εγγραφές [1 - 7]
δίαιτα
Α. 1. τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή, την ένδυση, τη διαβίωση 2. τα απαραίτητα για την επιβίωση, γεύμα, τρόφιμα |τρόπος διατροφής, ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς, δίαιτα |ιατρική 3. κατοικία, τόπος διαμονής |φωλιά ζώου Β. διαιτησία, επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόσωπο |δικανικός όρος
διαιτάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ορίζω συγκεκριμένη διατροφή, επιβάλλω δίαιτα 2. είμαι διαιτητής, κρίνω, αποφασίζω, εκδίδω διαιτητική απόφαση |με δοτ. |με απρφ. |με σύστ. Α |κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω 3. διευθύνω, κυβερνώ Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής, διαβιώ, ζω, περνώ τον καιρό μου |ζω σε έναν τόπο |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. διαιτῶμαι νόμιμα ἐς θεούς=ζω σεβόμενος / τιμώντας τους θεούς
διάκειμαι
Α. 1. βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση |χρησιμεύει ως παθ. τύπος του διατίθημι |με τροπικό επίρρημα |με γεν. |με δοτ. |με πρός και αιτ. |μτφ. 2. (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ. |φρ. εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ. Β. 1. ορίζομαι 2. είναι ορισμένο, υπάρχει η συνήθεια να... |φρ. τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες
διάνοια
Α. 1. σκέψη, μυαλό, νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2. (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις, δόξα, φαντασία, νοῦς) σκέψη, νοητική ικανότητα, πνεύμα, ευφυία, επινοητικότητα Β. 1. σκέψη, γνώμη, ιδέα, πρόθεση, σκοπός 2. (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ. σημασία λέξης ή φράσης, ερμηνεία, νόημα, κρίση
διαφέρω
Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. περνώ τον καιρό μου, ζω |χρόνος 2. μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις, διαχέω, διασκορπίζω |τόπος |περνώ, διασχίζω 3. υπομένω, αντέχω μέχρι τέλους 4. ρίχνω αρνητική ψήφο, ψηφίζω καταδικαστικά Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος |με γεν. συγκρ. |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διακρίνομαι, υπερέχω |με δοτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με απρφ. |σε αρνητικές προτάσεις: είμαι κατώτερος |διαφέρει, υπάρχει διαφορά |απρόσωπη σύνταξη διαφέρει |με ενδιαφέρει, με νοιάζει |με δοτ. προσ. |φρ. τὸ διαφέρον, τὰ διαφέροντα=το συμφέρον, τα συμφέροντα Γ. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ανταγωνίζομαι, μάχομαι, διαφωνώ |με δοτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διαχωρίζω, διίσταμαι (απόψεις, θεωρίες), αντ. του συμφέρομαι=προσεγγίζω, συμφωνώ |φιλοσοφία
διαφθείρω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. καταστρέφω, διαλύω, αφανίζω, εξολοθρεύω |κυριολ. 2. πλήττω, ζημιώνω, χαλάω |μτφ. |αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω, δωροδοκώ, εξαπατώ |βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, ατιμάζω |με ηθική σημασία Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πλήττομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, πεθαίνω |κυριολ. 2. καταβάλλομαι, συντρίβομαι, χάνομαι |μτφ. |φθείρομαι, καταστρέφομαι |με ηθική σημασία
διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αλλιώτικος 2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ., ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός |με δοτ. |με γεν. 3. αυτός που διαφέρει, εξέχων, σημαντικός Β. |ως ουσ. τὸ διάφορον, τὰ διάφορα 1. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα 2. αλλαγή, μετάπτωση της τύχης 3. διαφωνία, διένεξη 4. δαπάνη, κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο 2. καλύτερα, ανώτερα |διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες