Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διάκειμαι
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση |χρησιμεύει ως παθ. τύπος του διατίθημι |με τροπικό επίρρημα |με γεν. |με δοτ. |με πρός και αιτ. |μτφ. 2. (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ. |φρ. εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ. Β. 1. ορίζομαι 2. είναι ορισμένο, υπάρχει η συνήθεια να... |φρ. τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση
    • χρησιμεύει ως παθ. τύπος του διατίθημι
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.1.25 νῦν πῶς δοκεῖς διακεῖσθαι τὴν ψυχήν͵ ὃς οὐ μόνον περὶ ἑαυτοῦ͵ ἀλλὰ περὶ πάντων τῶν τέκνων (δουλείας) φοβεῖται;
    • ΑΝΔΟΚ 1. 5 τῆς τε πόλεως οὕτω διακειμένης ὥσπερ αὐτοὶ οἱ ἐχθροὶ λέγουσι
    • ΘΟΥΚ 7.77.2 ἀλλ΄ ὁρᾶτε δὴ ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου
    • με τροπικό επίρρημα
    • ΛΥΣ 33.3 ὁρῶν οὕτως αἰσχρῶς διακειμένην τὴν Ἑλλάδα
    • ΔΗΜ 53.8 ἐγὼ ἀκούων καὶ ἐλεήσας τοῦτον͵ καὶ ἅμα ὁρῶν κακῶς διακείμενον καὶ δεικνύοντα ἕλκη ἐν ταῖς κνήμαις ὑπὸ δεσμῶν
    • ΠΛ Γοργ 504e τί γὰρ ὄφελος σώματί γε κάμνοντι καὶ μοχθηρῶς διακειμένῳ σιτία πολλὰ διδόναι
    • με γεν.
    • ΠΛ Συμπ 216d ὁρᾶτε γὰρ ὅτι Σωκράτης ἐρωτικῶς διάκειται τῶν καλῶν
    • με δοτ.
    • ΘΟΥΚ 8.38.3 ὑπόπτως διακείμενοι ἀλλήλοις ἡσύχαζον
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 7.3.17 ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται
    • με πρός και αιτ.
    • ΙΣΟΚΡ 16.5 αὐτὸν...πρὸς τὸ πλῆθος πιστῶς διακείμενον
    • ΠΛ Αλκ2 149a ἀλλ΄ οὕτως ὀλιγώρως διάκεινται πρὸς τοὺς θεούς
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.1.14 ὑμεῖς οἱ Πέρσαι μηδὲ πρὸς μίαν ἡδονὴν ἀπλήστως διακεῖσθαι
    • μτφ.
    • ΑΡΙΣΤ Θαυμ 838b ἐν τῇ Σαρδοῖ τῇ νήσῳ κατασκευάσματά φασιν εἶναι εἰς τὸν Ἑλληνικὸν τρόπον διακείμενα τὸν ἀρχαῖον
    • 2. (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ.
    • ΘΟΥΚ 1.75.1 τοῖς Ἕλλησι μὴ οὕτως ἄγαν ἐπιφθόνως διακεῖσθαι { να μη μας φθονούν τόσο άγρια οι Έλληνες }
    • φρ. εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ.
    • ΙΣΑΙΟΣ 4.18 οὐκ εὖ διακείμενοι τοῖς συγγενέσιν
    • ΛΥΣ 16.2 εἴ τις πρός με τυγχάνει ἀηδῶς (ἢ κακῶς) διακείμενος͵ ἐπειδὰν ἐμοῦ λέγοντος ἀκούσῃ περὶ τῶν πεπραγμένων͵ μεταμελήσειν αὐτῷ καὶ πολὺ βελτίω με εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον ἡγήσεσθαι
    • Β.
    • 1. ορίζομαι
    • ΗΣ Ασπ 20 τὼς γάρ οἱ διέκειτο͵ θεοὶ δ΄ ἐπὶ μάρτυροι ἦσαν { τέτοια που είχε οριστεί η συμφωνία, κι ήταν οι θεοί εγγυητές της }
    • 2. είναι ορισμένο, υπάρχει η συνήθεια να...
    • ΗΡ 4.64 τὰ δ΄ ἐς πόλεμον ἔχοντα ὧδέ σφι διάκειται. ἐπεὰν τὸν πρῶτον ἄνδρα καταβάλῃ ἀνὴρ Σκύθης͵ τοῦ αἵματος ἐμπίνει
    • φρ. τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες
    • ΗΡ 9.26 τοῦτόν οἱ μουνομαχῆσαι ἐπὶ διακειμένοισι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: διά + κεῖμαι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • διάκειμαι, -, διακείσομαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: κοῖτος 'κρεβάτι', κειμήλιον
      • ρήματα: ἀμφίκειμαι 'είμαι γύρω από', ἀνάκειμαι 'προσφέρομαι', ἀπόκειμαι 'μένω σαν απόθεμα', ἔγκειμαι 'βρίσκομαι σε αντίθετη θέση', διάκειμαι 'βρίσκομαι σε μια κατάσταση', εἴσκειμαι 'επιβιβάζομαι', ἔκκειμαι 'είμαι εκτεθειμένος', κατάκειμαι 'είμαι ξαπλωμένος', μετάκειμαι 'τοποθετούμαι σε άλλη θέση', παράκειμαι 'είμαι τοποθετημένος δίπλα', περίκειμαι 'βρίσκομαι γύρω από κάτι', πρόκειμαι 'είμαι τοποθετημένος μπροστά από', πρόσκειμαι 'έχω προστεθεί', σύγκειμαι 'αποτελούμαι από', κοιμάω-ῶ 'κοιμίζω', κοιμάομαι-ῶμαι
      • επίθετα: ἡμερόκοιτος, κατάκοιτος 'αυτός που κοιμάται, που ησυχάζει'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. κοιτάζομαι 'κοιμάμαι'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: κοιτών, κοιτίς 'κουτί', κοίμησις, κοιμητήριον, κοιμιστάς 'αυτός που αποκοιμίζει', κειμηλιάρχης
      • ρήματα: κοιτάζω 'στέλνω για ύπνο', κοιμίζω, κειμηλιόω-ῶ
      • επίθετα: ὁμόκοιτος, ἀγλαόκοιτος, ἐξώκοιτος 'επίθετο ψαριού που περνά αρκετό χρόνο έξω από το νερό', ἠώκοιτος 'αυτός που κοιμάται πρωί', παράκοιτος 'ερωτικός σύντροφος', σύγκοιτος 'σύζυγος, ερωτικός σύντροφος'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • κειμηλιοθήκη, κειμηλιοπώλης, κειμηλιούχος, κοιτάσματα, κοιτοστρώματα, κοιτωνάρχης, κοίτωσις 'κοίτη ποταμού'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θάσ. κοιμ᾽στό 'το κλαδί του κλήματος που θάβεται χωρίς να αποκοπεί από τη ρίζα, για να βλαστήσει και να αποτελέσει νέο φυτό', Κύπ. κοίτασμαν, κοίτιασμαν 'το να πηγαίνει κανείς για ύπνο', Ήπ. κοιτάστρια 'κοτέτσι, μέρος όπου κοιμούνται οι κότες', Χάλκη Χίος Ικαρ. Καππ. Πόντ. κείμαι 'είμαι άρρωστος, κοιμάμαι, γεννώ, είμαι, υφίσταμαι', Τσακων. τσοιτ᾽αίνδου 'πέφτω', Μεγίστη τσειμήλιο, Θράκ. κειμιά 'κειμήλιο'
      • Η αλλαγή της σημασίας του κεῖμαι από «κοιμάμαι, βάζω να κοιμηθεί» σε «βλέπω, παρατηρώ» πραγματοποιήθηκε από την εικόνα του φρουρού που έχει την κοίτη του (κρεβάτι) κοντά στη σκοπιά του.