Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "δημόσιος"

1 εγγραφή
δημόσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που ανήκει στο κράτος, στον λαό, στην κοινότητα, ο κρατικός, ο δημόσιος, ο κοινός Β. |ως ουσ. 1. ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος, δημόσιος υπηρέτης, δηλ. γραμματέας, συμβολαιογράφος, φρουρός, αστυνόμος, κήρυκας, δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2. θηλ. ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης, το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3. ουδ. τό δημόσιον=το κράτος, η πολιτεία, η κρατική περιουσία, το κρατικό ταμείο, το αρχείο του κράτους, τα δημόσια κτίρια, οι κρατικές φυλακές |φρ. τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα, τέλη, χρήματα, οι δημόσιοι φόροι, οι δημόσιες υποθέσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. δημόσια, επισήμως, φανερά 2. με δημόσια δαπάνη 3. σε δημόσια δικαστήρια 4. με κοινή συμφωνία |φρ. ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή |φρ. δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες