Basic Lexicon of Ancient Greek
ΛΗΜΜΑ
- δημόσιος
- επίθετο
- -α, -ον
- δημοσίᾳ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που ανήκει στο κράτος, στον λαό, στην κοινότητα, ο κρατικός, ο δημόσιος, ο κοινός Β. |ως ουσ. 1. ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος, δημόσιος υπηρέτης, δηλ. γραμματέας, συμβολαιογράφος, φρουρός, αστυνόμος, κήρυκας, δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2. θηλ. ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης, το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3. ουδ. τό δημόσιον=το κράτος, η πολιτεία, η κρατική περιουσία, το κρατικό ταμείο, το αρχείο του κράτους, τα δημόσια κτίρια, οι κρατικές φυλακές |φρ. τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα, τέλη, χρήματα, οι δημόσιοι φόροι, οι δημόσιες υποθέσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. δημόσια, επισήμως, φανερά 2. με δημόσια δαπάνη 3. σε δημόσια δικαστήρια 4. με κοινή συμφωνία |φρ. ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή |φρ. δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που ανήκει στο κράτος, στον λαό, στην κοινότητα, ο κρατικός, ο δημόσιος, ο κοινός
- ΠΛ Φαιδρ 261a οὐ μόνον ἐν δικαστηρίοις καὶ ὅσοι ἄλλοι δημόσιοι σύλλογοι͵ ἀλλὰ καὶ ἐν ἰδίοις
- ΙΣΟΚΡ 18.5 λαβόμενος δ΄ αὐτοῦ (το αργύριον) Ἀμφίλοχον ἔφασκεν αὐτὸ καταλιπεῖν καὶ δημόσιον γίγνεσθαι
- ΘΟΥΚ 1.80.3 πλούτῳ τε ἰδίῳ καὶ δημοσίῳ
- ΘΟΥΚ 2.34.5 τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα (=στο δημόσιο νεκροταφείο) { ...στο δημόσιο νεκροταφείο }
- ΑΙΣΧΙΝ 2.58 καὶ τὰ τῶν πρεσβευσάντων ὀνόματα ἐν τοῖς δημοσίοις ἀναγέγραπται γράμμασι
- ΑΙΣΧΙΝ 1.2 οἱ εἰωθότες λόγοι λέγεσθαι ἐπὶ τοῖς δημοσίοις ἀγῶσιν οὐκ εἰσὶ ψευδεῖς
- ΑΡΙΣΤ Τοπ 162a λόγος δ΄ ἐστὶ δῆλος ἕνα μὲν τρόπον καὶ δημοσιώτατον
- Β.
- ως ουσ.
- 1. ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος, δημόσιος υπηρέτης, δηλ. γραμματέας, συμβολαιογράφος, φρουρός, αστυνόμος, κήρυκας, δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα)
- ΔΗΜ 53. 24 ἡγούμην γὰρ οὐ προσήκειν ἐμοὶ ἰδιώτῃ ὄντι τοὺς δημοσίους (=τους δούλους) βασανίζειν
- ΔΗΜ 19.129 ἐφ΄ οἷς ὁ δημόσιος τέτακται { ορίστηκε ένας δημόσιος γραμματέας }
- ΑΡΙΣΤΟΦ Λυσιστ 436 εἰ τἄρα νὴ τὴν Ἄρτεμιν τὴν χεῖρά μοι ἄκραν προσοίσει͵ δημόσιος (=αστυνόμος) ὢν κλαύσεται
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 1137 εἰ τούσδ΄ ἐπίτηδες ὥσπερ δημοσίους τρέφεις ἐν τῇ πυκνί { αν τους θρέφεις επίτηδες σαν δημόσια σφαχτά πάνω στην Πνύκα }
- 2. θηλ. ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης, το Συμβούλιο των βασιλιάδων
- ΞΕΝ Ελλ 4.5 αὐτὸς δὲ σὺν τοῖς περὶ δαμοσίαν ὑφηγεῖτο ἀνάριστος
- ΞΕΝ ΛακΠολ 13.7 ὁ πρεσβύτατος τῶν περὶ δαμοσίαν συντάττει
- 3. ουδ. τό δημόσιον=το κράτος, η πολιτεία, η κρατική περιουσία, το κρατικό ταμείο, το αρχείο του κράτους, τα δημόσια κτίρια, οι κρατικές φυλακές
- ΑΝΔΟΚ 1.73 ἐγγύας ἠγγυήσαντο πρὸς τὸ δημόσιον
- ΔΗΜ 28 8 ὥστ΄ οὐδὲ ταύτας ὑπὲρ ἐμοῦ εἰς τὸ δημόσιον ἐτιμήσασθε
- ΗΡ 1.14 οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός
- ΘΟΥΚ 6.31.3 τοῦ μὲν δημοσίου δραχμὴν τῆς ἡμέρας τῷ ναύτῃ ἑκάστῳ διδόντος
- ΗΡ 6.52 ὡς ἐὸν πρότερον τρέφειν ἐν τῷ δημοσίῳ (=σε δημόσιο κτίριο)
- ΘΟΥΚ 5.18.7 τοὺς ἄνδρας ὅσοι εἰσὶ Λακεδαιμονίων ἐν τῷ δημοσίῳ (=στη φυλακή) τῷ Ἀθηναίων
- ΔΗΜ 18.142 καὶ γράμματ΄ ἔχων ἐν τῷ δημοσίῳ (=το αρχείο του κράτους) κείμενα
- φρ. τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα, τέλη, χρήματα, οι δημόσιοι φόροι, οι δημόσιες υποθέσεις
- ΗΡ 6.57 σιτεόμενοι μετὰ τῶν βασιλέων τὰ δημόσια
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. δημόσια, επισήμως, φανερά
- ΙΣΑΙΟΣ 4.28 δημοσίᾳ ἅπαντας ὑμεῖς ἀπεκτείνατε
- ΞΕΝ ΑθΠολ 2.9 θύουσιν οὖν δημοσίᾳ μὲν ἡ πόλις ἱερεῖα πολλά
- 2. με δημόσια δαπάνη
- ΗΡ 1.30 καί μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ τε ἔθαψαν αὐτοῦ τῇ περ ἔπεσε
- ΘΟΥΚ 2.34.1 δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ
- ΘΟΥΚ 2.46.1 ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει
- 3. σε δημόσια δικαστήρια
- ΑΝΔΟΚ 1.105 ἡ δὲ ψῆφος ἡ ὑμετέρα δημοσίᾳ κρινεῖ
- ΑΙΣΧΙΝ 2.164 ταύτην͵ εἰ βούλει͵ τὴν κατηγορίαν καὶ τῶν ἄλλων Ἀθηναίων δημοσίᾳ κατηγορήσεις
- 4. με κοινή συμφωνία
- ΔΗΜ 15.17 περὶ τῶν ἰδίων ἐγκλημάτων͵ οὐ δυνηθέντων δημοσίᾳ διαλύσασθαι ταῦτα
- φρ. ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή
- ΠΛ Πρωτ 357e κακῶς πράττετε καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ
- ΙΣΟΚΡ 4.181 αἰσχρὸν ἰδίᾳ μὲν τοῖς βαρβάροις οἰκέταις ἀξιοῦν χρῆσθαι͵ δημοσίᾳ δὲ τοσούτους τῶν συμμάχων περιορᾶν αὐτοῖς δουλεύοντας
- φρ. δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου
- ΔΗΜ 45.81 εἶθ΄ ᾧ δημοσίᾳ προσῆκεν ἐπὶ τοῖς εἰργασμένοις τεθνάναι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΔΗΜΟΣ >
- δημοσ- + -ιος
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2α
- επίθετο υπερθ. δημοσιώτατος
- δωρ. δαμόσιος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δήμευσις, δημηλασία 'εξορία', δημηγορία, δημηγόρος, δημαρχία, δήμαρχος, δημιουργία, δημοκρατία, δημοπίθηκος, δημότης, δημότις, ἀποδημία, ἐπιδήμησις, ἐπιδημία
- ρήματα: δημαγωγέω-ῶ, δημαρχέω-ῶ, δημηγορέω-ῶ, δημεύω, δημιουργέω-ῶ, δημοκρατέομαι-οῦμαι, δημόομαι-οῦμαι 'τραγουδώ δημοφιλές τραγούδι', δημοσιεύω, δημοσιόω-ῶ, ἀποδημέω-ῶ, ἐπιδημέω-ῶ, ἐνδημέω-ῶ 'παραμένω σε έναν τόπο'
- επίθετα: δημηγορικός, δημεραστής 'φίλος των ανθρώπων', δήμιος 'αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το δήμο', δημιουργικός, δημόθροος 'αυτός που εκφράζεται από το λαό', δημόκραντος 'αυτός που επικυρώνεται από το λαό', δημοκρατικός, δημόλευστος 'λιθοβολημένος από το δήμο', δημοκοπικός, δημοῦχος, δημώδης, δημωφελής, ἀπόδημος, ἀποδημητικός, ἐπιδήμιος, ἐπίδημος 'αυτός που βρίσκεται στο σπίτι, σε ένα μέρος', ἔνδημος
- επιρρήματα: δημόθεν 'με έξοδα του κράτους', δημοσίᾳ
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. δᾶμος, δωρ. δαμιωργός, δαμιουργός, δαμιοργός, ιων. δημιοργός, δωρ. δαμέτας, δαμότας, δωρ. δάμιος 'αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το δήμο'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: δημιοεργείη 'δημιουργία', δημιουργεῖον 'χώρος εργασίας', δημιούργημα, δημοκόλαξ, δημοκοπία, δημοπράτης
- ρήματα: δημεραστέω-ῶ 'είμαι φίλος των ανθρώπων', δημοκοπέω-ῶ
- επίθετα: δημεχθής 'μισητός από τον κόσμο', δημοβόρος 'ο φονιάς των ανθρώπων', δημογέρων, δημοκηδής 'αυτός που νοιάζεται για, ευνοεί τους πολίτες ή τη δημοκρατία'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- δημιουργικότης, δημογεροντία, δημοδιδασκαλείον, δημοκράται, δημοκρατικότης, δημοσιεύματα, δημοσιογράφος, δημοσιονομία, δημοσιότης, δημοτικισταί, δημοτικότης, δημοψήφισμα, αποδήμησις, αποδημητικότης, αποδημομανία, ενδημικότης, επιδημικότης, επιδημιολογία, επιδημιολόγος, δημοπρατέω-ώ, δημοποιέω-ώ 'κάνω κάποιον δημότη', δημογραφικός, δημοσιεύσιμος, δημοσιογραφικός, δημοσιονομικός, δημοφιλής, ενδημικός, δημοσιογραφικώς, ενδημικώς, επιδημικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Θήρα δήμιο 'ο άχρηστος άνθρωπος, αυτός που δεν αξίζει τίποτε', Κως ενdημιά 'επιδημία', Αντικ. αποδημίζω 'χαλώ (για φρούτα)'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ