Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "βουλή"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουλή
Α. 1. συμβουλή, νουθεσία |βούληση, θέλημα των θεών 2. σκέψη, γνώμη |στον πληθ. σχέδια, γνώμες 3. πρόταση, απόφαση μετά από σύσκεψη, ψήφισμα Β. 1. κάθε συμβούλιο, συνέδριο γερόντων 2. (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων, οι βουλευτές |φρ. τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν |φρ. συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή |φρ. βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι |φρ. βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής