Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • βουλή
    • ουσιαστικό
    • -ῆς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. συμβουλή, νουθεσία |βούληση, θέλημα των θεών 2. σκέψη, γνώμη |στον πληθ. σχέδια, γνώμες 3. πρόταση, απόφαση μετά από σύσκεψη, ψήφισμα Β. 1. κάθε συμβούλιο, συνέδριο γερόντων 2. (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων, οι βουλευτές |φρ. τα ψηφίσματα της εκκλησίας του δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν |φρ. συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή |φρ. βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι |φρ. βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. συμβουλή, νουθεσία
    • ΗΡ 3.1 αἴτεε δὲ ἐκ βουλῆς ἀνδρὸς Αἰγυπτίου { τη ζήτησε ακούγοντας τη συμβουλή κάποιου Αιγύπτιου }
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.2.26 βουλήν μοι δὸς περὶ τούτου͵ ὦ Κροῖσε { συμβούλεψέ με γι' αυτό Κροίσε }
    • βούληση, θέλημα των θεών
    • ΟΜ Ιλ 1.5 Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή { εκπληρώθηκε το θέλημα του Δία }
    • 2. σκέψη, γνώμη
    • ΗΡ 4.134 βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ ὅκως ἀσφαλέως ἡ κομιδὴ ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω { πρέπει να σκεφτούμε καλά πώς θα επιστρέψουμε σώοι και ασφαλείς }
    • ΘΟΥΚ 1.138.3 (ὁ Θεμιστοκλῆς) δι΄ ἐλαχίστης βουλῆς κράτιστος γνώμων καὶ τῶν μελλόντων...ἄριστος εἰκαστής { (ο Θεμιστοκλής) δεν χρειαζόταν πολύ καιρό για να στοχαστεί και μπορούσε να εικάσει περίφημα για πράγματα που επρόκειτο να συμβούν }
    • ΣΟΦ Ηλ 1047 βουλῆς γὰρ οὐδέν ἐστιν ἔχθιον κακῆς
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1142b ἡ γὰρ τοιαύτη ὀρθότης βουλῆς εὐβουλία
    • στον πληθ. σχέδια, γνώμες
    • ΠΙΝΔ Πυθ 3.29 κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς { ούτε θεός ούτε θνητός τον ξεγελά με έργα ή με σκέψεις }
    • ΘΕΟΓΝ ελ 1.640 βουλαῖς δ΄ οὐκ ἐπέγεντο τέλος { τα σχέδιά μου ποτέ δεν σταματάνε }
    • 3. πρόταση, απόφαση μετά από σύσκεψη, ψήφισμα
    • ΑΝΔΟΚ 1.61 εἰσηγήσατο μὲν πινόντων ἡμῶν ταύτην τὴν βουλὴν Εὐφίλητος { την πρόταση την έκανε ο Ευφίλητος μια μέρα καθώς πίναμε }
    • ΑΝΔΟΚ 2.28 τὰς τῶν ἐξαπατησάντων ὑμᾶς ἀκύρους ἔθετε βουλάς { ακυρώνοντας τα ψηφίσματα εκείνων που σας εξαπάτησαν }
    • Β.
    • 1. κάθε συμβούλιο, συνέδριο γερόντων
    • ΑΙΣΧ Αγ 883 εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν { εάν η αναρχία του λαού ανατρέψει τη γερουσία }
    • ΟΜ Οδ 3.127 οὔτε ποτ΄ εἰν ἀγορῇ δίχ΄ ἐβάζομεν οὔτ΄ ἐνὶ βουλῇ { ποτέ στη σύνοδο και στη βουλή δεν είχαμε δυο γνώμες }
    • 2. (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων, οι βουλευτές
    • ΑΝΤΙΦ 6.40 Φιλοκράτης αὐτὸς οὑτοσὶ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἐναντίον τῆς βουλῆς
    • ΗΡ 9.5 ὁ δὲ ἀπικόμενος ἐπὶ τὴν βουλὴν ἔλεγε τὰ παρὰ Μαρδονίου { παρουσιάστηκε στη βουλή των πεντακοσίων και έλεγε τις προτάσεις του Μαρδόνιου }
    • ΑΝΔΟΚ 1.84 ἡ βουλὴ καὶ οἱ νομοθέται οἱ πεντακόσιοι͵ οὓς οἱ δημόται εἵλοντο
    • ΙΣΟΚΡ 7.37 τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπέστησαν (οἱ πρόγονοι) ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.20 πρῶτον μὲν γὰρ τὴν βουλὴν τὴν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστὰς ὁ νόμος κελεύει λόγον καὶ εὐθύνας διδόναι
    • φρ. συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή
    • ΘΟΥΚ 8.66.1 δῆμος μέντοι ὅμως ἔτι καὶ βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κυάμου ξυνελέγετο
    • φρ. βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι
    • ΔΕΙΝ 1.7 κατὰ τούτων ἡ βουλὴ ψευδεῖς ἀποφάσεις πεποίηται
    • φρ. βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής
    • ΘΟΥΚ 3.70.5 ὁ Πειθίας (ἐτύγχανε γὰρ καὶ βουλῆς ὤν) πείθει ὥστε τῷ νόμῳ χρήσασθαι
    • Η βουλή των πεντακοσίων ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη το 508/7 π.Χ., στην οποία συμμετείχαν 50 μέλη από κάθε μία από τις δέκα νέες φυλές. Η βουλή συνεδρίαζε καθημερινά (εκτός από μέρες αργιών ή αποφράδες ημέρες) και επεξεργαζόταν τα θέματα που έρχονταν στην εκκλησία του δήμου για να συζητηθούν. Οι προτάσεις της βουλής ονομάζονταν προβουλεύματα.
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΒΟΥΛΟΜΑΙ >
    • Από: βουλ- + -ή.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • δωρ. βωλά, αιολ. βόλλα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: βουλή, βούλημα 'σκοπός, πρόθεση', βούλησις 'θέληση, πρόθεση, σκοπός', βούλευσις 'απόφαση, επιβουλή εναντίον της ζωής κάποιου', βουλευτής, βούλευτις (θηλ.), βουλευτήριον, βούλευμα 'απόφαση, σκοπός, σχέδιο', βουλευμάτιον, βουλεῖον 'δικαστήριο, βουλευτήριο', βουλεία 'το λειτούργημα του βουλευτού', βούλαρχος 'ο πρόεδρος της βουλής', ἀβουλία 'η κακή σκέψη, η απερισκεψία', αὐτοβούλησις, ἐπιβουλία, ἐπιβουλή, ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλευτής, προβούλευμα 'προκαταρκτική απόφαση, σχέδιο νόμου'
      • ρήματα: βουλεύω, βουλαρχέω, ἀβουλέω, ἐπιβουλεύω, ἀντεπιβουλεύω, κοινοβουλέω
      • επίθετα: βούλιος 'συνετός, σοφός', βουλητός, βουλητέος, βουλήεις 'ο συνετός, αυτός που έχει καλή γνώμη', βουλαῖος 'αυτός που ανήκει στη βουλή', βουλόμαχος 'αυτός που επιθυμεί τη μάχη', βουληφόρος 'αυτός που εκφέρει γνώμη, που συμβουλεύει', βουλευτός 'ο σχεδιασμένος', βουλευτικός, βουλευτήριος 'αυτός που παρέχει συμβουλές', ἀνδρόβουλος 'η γυναίκα που έχει ανδρικά φρονήματα', ἀνεπιβούλευτος 'αυτός που δεν επιβουλεύεται κάποιον, που δεν υπόκειται σε επιβουλή', ἄβουλος 'ασυλλόγιστος', ἀβούλητος 'ακούσιος', αὐτόβουλος, βαθύβουλος, ἐπίβουλος, κακόβουλος, πρόβουλος
      • επιρρήματα: ἀβούλως, προβούλως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. βόλομαι, αιολ. βόλλομαι, κρητ. βώλομαι, βοιωτ. βήλομαι, βείλομαι, θεσσ. βέλλομαι 'βούλομαι', αιολ. βόλλα, δωρ. βωλά, βουλά 'βουλή', δωρ. βωλεύω, λεσβ. βολλεύω 'βουλεύω'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: βουλογραφία 'η καταγραφή των βουλευτικών αποφάσεων', βουληγόρος 'αυτός που μιλά στη βουλή', βουληγορία, βουλευτήρ, βουλαρχία, ἀβουλησία, αὐτοβουλία, κοινοβούλιον, κοινοβουλία, ὑστεροβουλία
      • ρήματα: βουλογραφέω, βουληγορέω
      • επίθετα: βουλητικός, βουλογράφος, βουλεκκλησία, ἐπιβουλευτικός, ἀβούλευτος, ἀνεπίβουλος, δίβουλος, κοινόβουλος, κοινοβουλευτικός
      • επιρρήματα: βουλητικῶς, βουλευτικῶς, βουληφόρως, ἐπιβούλως, ἐπιβουλευτικῶς, ἀνεπιβουλεύτως, ἀνεπιβούλως, αὐτοβούλως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %βουλ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • βουλευτικισμός, βουλευτίνα, βουλευτισμός, βουλευτοθηρία, βουλευτοκρατία, βουλευτοκρατικός, βουλευτομανία, βουλεύτρια, βουληματικός, κοινοβουλευτήριον, κοινοβουλευτικισμός, κοινοβουλευτικότης, κοινοβουλευτισμός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %βουλ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %βουλ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Μακεδ. Στερ.Ελλ. βούλουμι, Ήπ. Κορσ. Μακεδ. Πόντ. ΒΘράκ. Θράκ. βουλειούμαι, Ήπ. Μακεδ. Θεσσ. Θράκ. βουλειούμι, Θράκ. βουλειούμ᾽, Ήπ. β᾽λειούμι, Νίσ. βουλούμαι , Θράκ. βουλούμι, Βιθ. Εύβ. Νάξ. Πελοπ. Τήλος βουλειέμαι, Σαμοθ. βουλειέμι, Μακεδ. βουλέμι, Αθ.Ήπ. Κέρκ. Μακεδ. Στερ.Ελ. Θεσσ. βουλειώμαι, Ήπ. Πελοπ. βούλειομαι, Πελοπ. βουλίζομαι, Νίσ. Πελοπ. βούληση, Θράκ. βούλησ᾽, Ζάκ. βουλησιά, Κύπ. βουλεύ(γ)ω 'συμβουλεύω', Κύπ. Τήλος βουλεύκω 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Πελοπ. βουλεύομαι, Κρ. Κύπ. βουλεύγομαι 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Ήπ. Μακεδ. βουλεύουμι 'σκέπτομαι', Θράκ. βουλεύουμ᾽ 'σκέπτομαι'