Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "βία"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βία
Α.σωματική δύναμη, ισχύς, σθένος, αλκή |με κύρ.όν. ή επίθ. σε γεν.=ο γενναίος..., ο ανδρείος... |πνευματική ικανότητα Β. κατάχρηση δύναμης, άσκηση βίας, εξαναγκασμός, βαρβαρότητα |ανάγκη, ώθηση, πίεση |εξωτερική δύναμη, όχι φυσική (αντ. φύσις) |επιστημ. |οργή |προσωποποίηση |ως επίρρημα βίᾳ, πρός βίαν, μετά βίας, ὑπό βίας, ἐκ βίας=δια της βίας, χωρίς τη θέληση κπ. |βίᾳ με γεν. |φρ. βίᾳ (αντ. ἑκών)