Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αμάρτημα"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἁμάρτημα
|λάθος, σφάλμα, παράπτωμα |ελάττωμα, μειονέκτημα |παράπτωμα ηθικού τύπου, παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου |εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο, βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ. ἀδίκημα και ἀτύχημα |σωματικό ελάττωμα, ασθένεια