Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἁμάρτημα
    • ουσιαστικό
    • -ατος
    • τό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • |λάθος, σφάλμα, παράπτωμα |ελάττωμα, μειονέκτημα |παράπτωμα ηθικού τύπου, παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου |εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο, βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ. ἀδίκημα και ἀτύχημα |σωματικό ελάττωμα, ασθένεια

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • λάθος, σφάλμα, παράπτωμα
    • ΘΟΥΚ 4.29.3 σφίσι μὲν γὰρ τὰς ἐκείνων ἁμαρτίας καὶ παρασκευὴν ὑπὸ τῆς ὕλης οὐκ ἂν ὁμοίως δῆλα εἶναι͵ τοῦ δὲ αὑτῶν στρατοπέδου καταφανῆ ἂν εἶναι πάντα τὰ ἁμαρτήματα { το δάσος θα έκρυβε τη διάταξη και τις λανθασμένες κινήσεις του εχθρού, ενώ τα δικά του λάθη θα τα έβλεπε ο εχθρός }
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.11 τὸ μέντοι ἄνδρα ἄρχοντα πᾶσιν ἅμα χαλεπαίνειν τοῖς ἀρχομένοις͵ τοῦτο ἐμοὶ δοκεῖ μέγα ἁμάρτημα εἶναι
    • ΠΛ Πολιτ 257b τὸ περὶ τοὺς λογισμοὺς ἁμάρτημα
    • ελάττωμα, μειονέκτημα
    • ΠΛ Πολ 551d ἓν μὲν δὴ τοῦτο τοσοῦτον ὀλιγαρχία ἂν ἔχοι ἁμάρτημα
    • παράπτωμα ηθικού τύπου, παράβαση ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου
    • ΛΥΣ 1.26 καὶ μᾶλλον εἵλου τοιοῦτον ἁμάρτημα ἐξαμαρτάνειν εἰς τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ εἰς τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ἢ τοῖς νόμοις πείθεσθαι καὶ κόσμιος εἶναι
    • ΑΝΔΟΚ 4.10 καίτοι ἀπορῶ γε διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων (ενν. τοῦ Ἀλκιβιάδου) πόθεν ἄρξωμαι...περὶ μὲν οὖν μοιχείας καὶ γυναικῶν ἀλλοτρίων ἁρπαγῆς καὶ τῆς ἄλλης βιαιότητος καὶ παρανομίας
    • ΑΝΔΟΚ 1.29 οὐδὲ ἔστι μοι ἁμάρτημα περὶ τὼ θεὼ οὔτε μεῖζον οὔτ΄ ἔλαττον οὐδέν { δεν έχω διαπράξει κανένα αδίκημα που να προσβάλλει τις θεές (τη Δήμητρα και την Κόρη), ούτε μεγάλο ούτε μικρό }
    • εκούσιο σφάλμα που διαπράχθηκε χωρίς δόλο, βρίσκεται νοηματικά ανάμεσα στις λ. ἀδίκημα και ἀτύχημα
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1374b (ἔστιν) ἀτυχήματα μὲν γὰρ ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίας͵ ἁμαρτήματα δὲ ὅσα μὴ παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ πονηρίας͵ ἀδικήματα δὲ ὅσα μήτε παράλογα ἀπὸ πονηρίας τέ ἐστιν
    • σωματικό ελάττωμα, ασθένεια
    • ΠΛ Γοργ 479a διαπράξαιτο μὴ διδόναι δίκην τῶν περὶ τὸ σῶμα ἁμαρτημάτων τοῖς ἰατροῖς μηδὲ ἰατρεύεσθαι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΜΑΡΤΑΝΩ >
    • Από: ἁμαρτη- + -μα.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο19.3
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία 'αποτυχία, σφάλμα, αμαρτία', ἁμάρτιον, ἁμαρτωλία 'αμαρτία', διαμαρτία 'ολοκληρωτικό, μεγάλο σφάλμα', ἐξαμαρτία 'αμάρτημα, παράβαση', νημέρτεια 'βεβαιότητα, αλήθεια'
      • ρήματα: ἁμαρτέω, ἀφαμαρτάνω 'αποτυχαίνω στο σκοπό μου, στερούμαι κάτι', διαμαρτάνω 'αποτυχαίνω ολοκληρωτικά', ἐξαμαρτάνω 'διαπράττω σφάλμα', συνεξαμαρτάνω
      • επίθετα: ἁμαρτητικός 'επιρρεπής στην αποτυχία', ἁμαρτίνοος 'αυτός που έχει νου που σφάλλει, που παραπαίει', ἁμαρτοεπής 'αυτός που κάνει σφάλματα στο λόγο, στην ομιλία', ἁμαρτωλός, ἀφαμαρτοεπής 'αυτός που αποτυχαίνει στο σκοπό του λόγου του', νημερτής 'αυτός που δε σφάλλει στο λόγο του, ο αληθινός', ἀναμάρτητος 'αυτός που δε σφάλλει, ο άμεμπτος'
      • επιρρήματα: νημερτέως, ἀναμαρτήτως 'άπταιστα'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἁμάρτησις, ἁμαρτίας (αρσ.), ἁμαρτοέπεια, ἁμαρτωλή, ἀναμαρτησία 'απουσία αμαρτίας, αθωότητα', διαμάρτημα
      • ρήματα: ἀναμαρτέω, ἐφαμαρτάνω 'κάνω κάποιον να αμαρτήσει', ἐφαμαρτέω, προαμαρτάνω, περιαμαρτίζω 'προσφέρω εξιλαστήρια θυσία', προσαμαρτάνω, προσαμαρτέω
      • επίθετα: ἁμαρτής, ἁμαρτίγαμος 'αυτός που έχει αποτύχει στο γάμο του', ἁμαρτικός, ἁμαρτολόγος, ἁμαρτωλικός, ἁμαρτηλός, ἀναμαρτής, ἀναμαρτοεπής, ἐφάμαρτος
      • επιρρήματα: ἁμαρτητικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αμαρτολόγιον 'κατάλογος αμαρτιών', αμαρτοστομία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κάρπαθ. Κεφαλλ. αμαρτεύω 'συνουσιάζομαι', Κύπ. αμαρτεύκω 'αμαρτάνω', Πόντ. αμαρτωλία 'αμαρτία'