Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "αισθάνομαι"

1 εγγραφή
αἰσθάνομαι
1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου |απόλ. |με αιτ. |με γεν. |με δοτ. οργ. |ακούω |με αιτ. |με γεν. |βλέπω |με αιτ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας |με αιτ. |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Υ |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Α |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με πλάγια ερωτηματική πρόταση 3. καταλαβαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι |απόλ. |με γεν. |μτχ. αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες, αυτός που έχει "σώας τας φρένας"
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες