Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • αἰσθάνομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου |απόλ. |με αιτ. |με γεν. |με δοτ. οργ. |ακούω |με αιτ. |με γεν. |βλέπω |με αιτ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας |με αιτ. |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Υ |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Α |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με πλάγια ερωτηματική πρόταση 3. καταλαβαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι |απόλ. |με γεν. |μτχ. αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες, αυτός που έχει "σώας τας φρένας"

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου
    • απόλ.
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 427b οὐ ταὐτόν ἐστι τὸ αἰσθάνεσθαι καὶ τὸ φρονεῖν͵ φανερόν· τοῦ μὲν γὰρ πᾶσι μέτεστι͵ τοῦ δὲ ὀλίγοις τῶν ζῴων
    • με αιτ.
    • ΠΛ Φαιδ 75b πρὸ τοῦ ἄρξασθαι ἡμᾶς ὁρᾶν καὶ ἀκούειν καὶ τἆλλα αἰσθάνεσθαι
    • με γεν.
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 963b διὰ τί τοῦ ψυχροῦ μᾶλλον αἰσθάνονται οἱ ὀδόντες ἢ τοῦ θερμοῦ͵
    • ΙΣΑΙΟΣ απ 13.3.1 οἱ δικάζοντες τὰ μὲν αὐτοί εἰσιν εἰδότες,...τὰ δὲ τῶν ἑωρακότων αἰσθανόμενοι μαρτυρούντων͵ τὰ δὲ ἀκοῇ πυνθανόμενοι;
    • ΞΕΝ Κυν 12.13 ἀναισθήτως μὲν τῶν κακῶν ἔχοντες͵ τῶν δὲ ἡδονῶν πλέον τῶν ἄλλων αἰσθανόμενοι
    • με δοτ. οργ.
    • ΠΛ Θεαιτ 163b ἃ τῷ ὁρᾶν αἰσθανόμεθα ἢ τῷ ἀκούειν͵ πάντα ταῦτα ἅμα καὶ ἐπίστασθαι;
    • ΞΕΝ Απομν 3.11 τῇ ὀσμῇ αἰσθανόμεναι εὑρίσκουσιν αὐτούς
    • ακούω
    • με αιτ.
    • ΣΟΦ Ηλ 88 πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς...ᾔσθου
    • με γεν.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 292 ᾔσθου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς
    • ΞΕΝ Ελλ 4.4.4 τῆς κραυγῆς ᾔσθοντο
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 670 εἰπὼν, ἤν τις αἴσθηται ψόφου, σιγᾶν
    • βλέπω
    • με αιτ.
    • ΣΟΦ Φιλ 75 ὥστ΄ εἴ με τόξων ἐγκρατὴς αἰσθήσεται
    • 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας
    • με αιτ.
    • ΘΟΥΚ 4.44.4 ἐβοήθησαν δὲ καὶ οἱ ἐκ τῆς πόλεως πρεσβύτεροι τῶν Κορινθίων αἰσθόμενοι τὸ γεγενημένον
    • με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Υ
    • ΞΕΝ Ιερ 6.1 αἰσθάνομαι στερόμενος αὐτῶν
    • ΘΟΥΚ 2.51.4 ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων
    • με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Α
    • ΞΕΝ Συμπ 4.53 αἰσθάνομαι γάρ τινας ἐπιβουλεύοντας διαφθεῖραι αὐτόν
    • ΙΣΟΚΡ 5.73 αἰσθάνομαι γάρ σε διαβαλλόμενον ὑπὸ τῶν σοὶ μὲν φθονούντων
    • με απρφ.
    • ΘΟΥΚ 5.4.6 αἰσθόμενος οὐκ ἄν πείθειν αὐτοὺς
    • ΘΟΥΚ 6.59.3 αἰσθανόμενος αὐτοὺς μέγα παρὰ βασιλεῖ Δαρείῳ δύνασθαι
    • με ειδική πρόταση
    • ΙΣΑΙΟΣ 11.6 αἰσθάνεσθε ὅτι οὐκ ἔχει τὴν συγγένειαν εἰπεῖν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.5.23 ἥδομαι αἰσθανόμενος ὅτι οὐ μόνον φιλίαν ἐπιδεικνύμενος πάρει
    • με πλάγια ερωτηματική πρόταση
    • ΠΛ Κριτων 43b θαυμάζω αἰσθανόμενος ὡς ἡδέως καθεύδεις
    • 3. καταλαβαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 5.4.3 οἱ δὲ δυνατοὶ αἰσθόμενοι Συρακοσίους τε ἐπάγονται καὶ ἐκβάλλουσι τὸν δῆμον { οι ολιγαρχικοί το πληροφορήθηκαν, ζήτησαν την βοήθεια των Συρακουσίων κι έδιωξαν τους δημοκρατικούς }
    • με γεν.
    • ΕΥΡ Τρ 749 ὦ παῖ͵ δακρύεις; αἰσθάνῃ κακῶν σέθεν;
    • μτχ. αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες, αυτός που έχει "σώας τας φρένας"
    • ΘΟΥΚ 5.26.5 ἐπεβίων δὲ διὰ παντὸς αὐτοῦ (ενν. τοῦ πολέμου) αἰσθανόμενός τε τῇ ἡλικίᾳ καὶ προσέχων τὴν γνώμην͵ ὅπως ἀκριβές τι εἴσομαι { τον έζησα ολόκληρο (ενν. τον Πελοποννησιακό πόλεμο) και σε ηλικία που μου επέτρεπε να έχω ήρεμη κρίση και να παρακολουθώ τα γεγονότα με προσοχή, ώστε να μαθαίνω τα πράγματα με ακρίβεια }
    • ΠΛ Πολ 360d ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητότατος { όλοι οι άνθρωποι όσοι έχουν σώας τας φρένας, θα τον θεωρούσαν ως αθλιότατο και παρά πολύ ανόητο }
    • ΞΕΝ Απομν 4.1 καὶ (εἰ) μετρίως αἰσθανομένῳ φανερὸν εἶναι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Παρέκταση του *αἴσθ-ομαι με το επίθημα -αν- . Συγγενές με το ρ. ἀΐω (=καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι) από ένα αρχικό ιε. θέμα αF-ισ- . Πβ. λατ. audio.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ1
    • αἰσθάνομαι, ᾐσθανόμην, αἰσθήσομαι, αόρ. β' ᾐσθόμην, (μτγν. αόρ. ᾐσθησάμην), ᾔσθημαι, ᾐσθήμην
    • (μτγν. παθ. μέλλ. αἰσθηθήσομαι και αἰσθανθήσομαι), (μτγν. παθ. αόρ. ᾐσθήθην)
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: αἴσθησις, αἴσθημα 'αντικείμενο της αίσθησης', αἰσθητήριον ΄όργανο αίσθησης', αἰσθητής 'αυτός που αισθάνεται' , ἀναισθησία, προαίσθησις, συναίσθησις, εὐαισθησία 'οξυμμένη αισθητηριακή ικανότητα'
      • ρήματα: αἰσθάνομαι, διαισθάνομαι 'αντιλαμβάνομαι σαφώς', προαισθάνομαι, συναισθάνομαι 'αντιλαμβάνομαι από κοινού και μέσω των αισθήσεων', καταισθάνομαι 'αντιλαμβάνομαι εντελώς'
      • επίθετα: αἰσθήσιος, αἰσθητός, αἰσθητήριος, αἰσθητικός, ἀναίσθητος, εὐαίσθητος
      • επιρρήματα: ἀναισθήτως, εὐαισθήτως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: διαίσθησις, δυσαισθησία
      • ρήματα: ἐπαισθάνομαι 'αντιλαμβάνομαι, ακούω', παραισθάνομαι 'αντιλαμβάνομαι λάθος', ὑπαισθάνομαι 'καταλαβαίνω λίγο ή αόριστα', ἀναισθητέω 'στερούμαι ικανότητα αίσθησης ή αντίληψης'
      • επίθετα: ἀνεπαίσθητος, δυσαίσθητος
      • επιρρήματα: αἰσθητῶς, ἀνεπαισθήτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αισθαντικός, αισθηματίας, αισθηματικός, αισθηματικότης, αισθηματισμός, αισθηματολογία, αισθηματολόγος, αισθησιολογία, αισθησιολόγος, αισθητική επιστήμη, αισθητικισμός, αισθητικότης, αισθητισμός, αισθητιστής, αισθητολογία, αισθητολογικός, αισθητοποίησις, διαισθητικός, προαίσθημα, το προαισθητικόν, συναίσθημα, συναισθησία, συναισθητός, αναισθησιακός, αναισθητήρια, αναισθήτησις, αναισθητικός, ευαισθησία (με την τωρινή σημασία), ευαισθητοποιηθέντες άνθρωποι
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κάρπαθ. αίστεμα