Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "αδικο"

1 εγγραφή
ἄδικος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου, άδικος |με εμπρόθετο προσδιορισμό |ασεβής, αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο, αντ. του εὐσεβής |στρεβλός, κακός, βλαβερός |για πράγματα |ως ουσ. τὸ ἄδικον, τὰ ἄδικα |φρ. τὰ ἄδικα=τα κακά, οι συμφορές 2. άδικος, επιθετικός |φρ. ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση, επιτίθεμαι πρώτος, αδικώ πρώτος 3. ατίθασος, αχαλιναγώγητος |για ζώα ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, παράλογα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες