Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "έτοιμος"

1 εγγραφή
ἑτοῖμος και ἕτοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. έτοιμος, πρόθυμος, διατεθειμένος, τολμηρός |για πρόσωπα |με απρφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με δοτ. προσ. |απόλ. |ως ουσ. τὸ ἕτοιμον=η ετοιμότητα, η προθυμία, η αποφασιστικότητα |φρ. ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα, αμέσως 2. προετοιμασμένος, έτοιμος για προσφορά, διαθέσιμος, σίγουρος |για πράγματα και καταστάσεις |ως ουσ. τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν, τα διαθέσιμα αγαθά |ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα, γρήγορα, εύκολα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες