Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "έλεγχος"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἔλεγχος
|εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας, λογοδοσία, απόδειξη |διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της, έρευνα |δικανικός όρος |συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης, αποδεικτικός συλλογισμός |φιλοσοφία |φρ. ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω, ερευνώ |φρ. εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία, σε έλεγχο, προβαίνω σε έλεγχο |φρ. ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι |φρ. ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο |φρ. εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία