Basic Lexicon of Ancient Greek

Go

Search options

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἔλεγχος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • |εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας, λογοδοσία, απόδειξη |διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της, έρευνα |δικανικός όρος |συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης, αποδεικτικός συλλογισμός |φιλοσοφία |φρ. ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω, ερευνώ |φρ. εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία, σε έλεγχο, προβαίνω σε έλεγχο |φρ. ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι |φρ. ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο |φρ. εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας, λογοδοσία, απόδειξη
    • ΔΗΜ 18.226 διόπερ τοὺς παρ΄ αὐτὰ τὰ πράγματ΄ ἐλέγχους φυγὼν νῦν ἥκει
    • ΠΛ Απολ 39c οἰόμενοι μὲν ἀπαλλάξεσθαι τοῦ διδόναι ἔλεγχον τοῦ βίου { νομίζοντας ότι θα απαλλαγείτε από το να δώσετε λόγο για τη ζωή σας }
    • ΛΥΣ 2.47 ἐν ἅπασι δὲ τοῖς κινδύνοις δόντες ἔλεγχον τῆς ἑαυτῶν ἀρετῆς
    • διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της, έρευνα
    • δικανικός όρος
    • ΙΣΑΙΟΣ 8.28 οὐκ ἐκ τοῦ φεύγειν τοὺς ἐλέγχους;
    • ΙΣΟΚΡ 17.12 ἵνα δὲ μηδεὶς ἔλεγχος μηδὲ βάσανος γένοιτο περὶ αὐτῶν
    • συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης, αποδεικτικός συλλογισμός
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Γοργ 471e οὗτος δὲ ὁ ἔλεγχος οὐδενὸς ἄξιός ἐστιν πρὸς τὴν ἀλήθειαν
    • ΑΡΙΣΤ ΣοφΕλ 165a ἔλεγχος δὲ συλλογισμὸς μετ΄ ἀντιφάσεως τοῦ συμπεράσματος
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1410a ὁ γὰρ ἔλεγχος συναγωγὴ τῶν ἀντικειμένων ἐστίν { διότι ο ελεγκτικός συλλογισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αντιπαράθεση των αντίθετων εννοιών }
    • φρ. ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω, ερευνώ
    • ΙΣΑΙΟΣ 6.16 καὶ παρὰ τῶν ὄντων ἡμῖν θεραπόντων τὸν ἔλεγχον ποιεῖσθαι
    • ΑΝΤΙΦ 1.7 μὴ ἠθέλησεν ἔλεγχον ποιήσασθαι τῶν πεπραγμένων
    • φρ. εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία, σε έλεγχο, προβαίνω σε έλεγχο
    • ΕΥΡ Αλκησ 640 ἔδειξας εἰς ἔλεγχον ἐξελθὼν ὃς εἶ
    • ΣΟΦ Φιλ 98 νῦν δ΄ εἰς ἔλεγχον ἐξιὼν
    • φρ. ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι
    • ΠΛ Απολ 39c τοῦ διδόναι ἔλεγχον τοῦ βίου
    • ΔΗΜ 4.15 τὸν ἔλεγχον δώσει
    • φρ. ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον έλεγχο
    • ΑΝΤΙΦ 5.38 ἄλλον τινὰ ἔφευγον ἔλεγχον
    • ΔΗΜ 18.226 διόπερ τοὺς παρ΄ αὐτὰ τὰ πράγματ΄ ἐλέγχους φυγὼν νῦν ἥκει
    • φρ. εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
    • ΠΛ Φαιδρ 278c εἰς ἔλεγχον ἰών
    • ΛΥΣ 32.12 ἠξίουν δὲ τοῦτον εἰς ἔλεγχον ἰέναι περὶ τῶν χρημάτων
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΛΕΓΧΩ >
    • Από: ἐλεγχ- + -ος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ7
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἡ ἐλεγχείη 'αισχύνη, όνειδος, μομφή', τά ἐλέγχεα 'καταισχύνη, ντροπή, (για πρόσωπα) αχρείοι, τιποτένιοι', ἔλεγχος, παρεξέλεγχος, ἐλεγκτήρ
      • ρήματα: ἐλέγχω 'ανακρίνω, ανασκευάζω, εξετάζω', ἐξελέγχω, ἀνελέγχομαι 'εξετάζω εκ νέου',
      • επίθετα: ἐλεγχής (πληθ. ἐλεγχέες) 'αξιοκατάκριτος, επονείδιστος', ἀνέλεγκτος, ἀνεξέλεγκτος, δυσέλεγκτος, εὐέλεγκτος, ἐλεγκτέος, εὐεξέλεγκτος, ἐλεγκτικός, ἐξελεγκτέος, ἐλεγχοειδής 'ομοιάζων προς έλεγχο'
      • επιρρήματα: ἐλεγκτικῶς, ἀνεξελέγκτως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀνέλεγχος 'εκ νέου εξέταση', ἐλεγκτής, ἐλεγμός, ἔλεγξις 'ανασκευή, καταδίκη'
      • ρήματα: ἀντελέγχω, ἀπελέγχω, διελέγχω, κατελέγχω, συνελέγχω
      • επίθετα: ἐλεγκτός, διελεγκτικός, δυσεξέλεγκτος
      • επιρρήματα: διελεγκτικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ελεγκτήριον, ελεγκτικοδιδακτικόν, εξελεγκτής, εξελεγκτικός, εξελεγκτικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος έλεχος, Σάμ. έλιχους, Κύπ. ελέγχω, Χίος ελέχω, Χάλκη 'λέχ-χνω, Χίος 'λέχω, Ίμβρ. 'λέχου, Ήπ. 'ξελέχω, Ήπ. Σίφνος τα 'ξελέματα, Νάξος το 'ξελέχι, Λευκάς η 'ξέλιξη
      • Στην ομηρική διάλεκτο η έννοια του ρήματος ἐλέγχω είναι 'μεταχειρίζομαι με περιφρόνηση, καταισχύνω'. Η ίδια σημασία ενυπάρχει και στις υπόλοιπες λέξεις της ίδιας οικογένειας αυτής της περιόδου (ἡ ἐλεγχείη, τά ἐλέγχεα, ἐλεγχής). Στην ιωνική-αττική διάλεκτο η έννοια αυτής της οικογένειας λέξεων συνδέεται στενά με τη λειτουργία των δικαστηρίων, οπότε στις λέξεις ενυπάρχει η έννοια της ανάκρισης κατά την δικαστική διαδικασία, του ελέγχου, της ανασκευής και της αναίρεσης των επιχειρημάτων.