Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "άϊ"

7 εγγραφές [1 - 7]
αἰδέομαι
1. σέβομαι, ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό |για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς |σέβομαι |για ασθενείς ομάδες πληθυσμού: νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες 2. ντρέπομαι |με απρφ. |με κτγ. μτχ. 3. συμπονώ, δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη, συγχωρώ
αἵρεσις
Α. κατάκτηση, άλωση |με γεν. αντικ. |με γεν. υποκ. Β. 1. εκλογή μετά από διαδικασία ψηφοφορίας (πρεσβείας, βουλής, αρχόντων) |ως επίρρημα αἱρέσει αντ. του κλήρῳ 2. επιλογή, διαδικασία επιλογής, δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσφερόμενων αντιλήψεων, θέσεων, καταστάσεων κ.ά. 3. κλίση, προτίμηση |φρ. αἵρεσιν δίδωμι=δίνω τη δυνατότητα επιλογής
αἱρέω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. παίρνω με τα χέρια μου, παίρνω για τον εαυτό μου |παίρνω από κπ., αφαιρώ |φρ. ἑλών=δια της βίας 2. συλλαμβάνω, πιάνω αιχμάλωτο |για ανθρώπους και ζώα |σκοτώνω |νικώ 3. πιάνω, συλλαμβάνω κπ. να κάνει κτ. |με κτγ. μτχ. 4. αποδεικνύω κπ. ένοχο για κτ. |δικανικός όρος |με κτγ. μτχ. ή κτγ. |με αιτ. και γεν. |φρ. ἑλεῖν δίκην ή γραφήν=παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου |φρ. (δίκην) ἑλεῖν με αιτ.=καταδικάζω κπ. με δίκη |φρ. οἱ ἑλόντες (αντ. οἱ ἑαλωκότες)=οι καταδικασμένοι (αντ. αυτοί που κερδίζουν τη δίκη) 5. κυριεύω, κατακτώ |καταλαμβάνω, κυριεύω |μτφ. |φρ. θάμβος, χόλος, λήθη, σκότος, ὕπνος αἱρεῖ τινα |ΟΜ |αποκτώ, εξασφαλίζω 6. συλλαμβάνω με το μυαλό, κατανοώ Β.ΜΕΣΟ 1. εκλέγω |εκλέγω με την ψήφο μου 2. προτιμώ |με απρφ. Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κυριεύομαι 2. κερδίζομαι 3. εκλέγομαι
αἰσθάνομαι
1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου |απόλ. |με αιτ. |με γεν. |με δοτ. οργ. |ακούω |με αιτ. |με γεν. |βλέπω |με αιτ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας |με αιτ. |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Υ |με κτγ. μτχ. που αναφέρεται στο Α |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με πλάγια ερωτηματική πρόταση 3. καταλαβαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι |απόλ. |με γεν. |μτχ. αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες, αυτός που έχει "σώας τας φρένας"
αἰσχρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α.δύσμορφος, άσχημος |για την εξωτερική εμφάνιση Β. |ως κοινωνικός και ηθικός χαρακτηρισμός 1. επονείδιστος, άτιμος, ανάρμοστος |αντ. του καλός |με ηθική σημασία 2. υβριστικός 3. ακατάλληλος Γ. |ως ουσ. τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση, ανυποληψία |ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά, άτιμα, άπρεπα
αἰτία
Α.ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει κτ., φαινόμενο ή ενέργεια που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, αιτία (λατ. causa) |επιστημ. |πρωταρχική αιτία Β. |αρνητικά 1. ευθύνη, κατηγορία 2. μομφή, ψόγος |με ὡς |επίκριση, κατάκριση 3. καταγγελία, κατηγορία (λατ. crimen) |δικανικός όρος |με γεν. της αιτίας |φρ. αἰτίαι κοιναί=κατηγορίες για δημόσια αδικήματα,αντ. αἰτίαι ἴδιαι (για ιδιωτικές υποθέσεις) |φρ. αἰτίας ἀπολύειν=απαλλάσσω από την κατηγορία, αθωώνω |φρ. αἰτίαν ἔχειν, φέρεσθαι τινός=κατηγορούμαι για κάτι |φρ. εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, αἰτίαις περιπίπτειν=κατηγορούμαι |φρ. αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος=κατηγορούμαι από κπ. |φρ. αἰτίαν ὑπέχειν =είμαι υπό κατηγορία |φρ. ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, ἔχειν =θεωρώ κπ. ένοχο |φρ. εἰς αἰτίαν καθιστάναι τινά=κατηγορώ κάποιον |φρ. τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί=αποδίδω ενοχή σε κπ. Γ. |θετικά 1. φήμη 2. αγαθή ενέργεια, το αποτέλεσμα αγαθής ενέργειας
αἰτιάομαι
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. θεωρώ κπ. υπεύθυνο για κτ., αποδίδω σε κπ. ή κτ. την αιτία |διατείνομαι, ισχυρίζομαι |με απρφ. 2. κατηγορώ, κατακρίνω, ψέγω |με αιτ. |με αιτ. και γεν. |με διπλή αιτ. |με αιτ. και περί |με ὡς ή ὅτι 3. θεωρώ κπ. ως αιτία αγαθού Β.ΠΑΘΗΤΙΚΟ |κατηγορούμαι από κπ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες