Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "άρ"

3 εγγραφές [1 - 3]
ἀρετή
Α. 1. ανδρεία, γενναιότητα |το αποτέλεσμα της ανδρείας, συχνά σε πληθ. αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις |δόξα, φήμη 2. ηθική ιδιότητα, ηθικό χαρακτηριστικό, αρετή, ιδίως στον πληθ. αἱ ἀρεταί |καθήκον 3. τέλεια σωματική διάπλαση, ομορφιά |για άνθρωπο |ομορφιά, ικανότητα, εξέχουσα ιδιότητα |για πράγματα ή ζώα 4. ηθικοπνευματική ικανότητα |πολιτική ικανότητα Β.προκοπή, ευδοκίμηση |ευφορία, γονιμότητα
ἀρχή
Α. 1. έναρξη, αρχή, αφετηρία, προέλευση |τοπικά και χρονικά |συχνά στον πληθ. 2. πρώτη αιτία, πρωταρχικό στοιχείο, απαρχή, θεμελιώδης αρχή |επιστήμη και φιλοσοφία |θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης |επιστήμη Β. διοίκηση, κυβέρνηση, αξίωμα, εξουσία, κυριαρχία |ως σύστ.Α |διάρκεια μιας αρχής, ενός αξιώματος |στον πληθ. οι αρχές, η εξουσία, οι άρχοντες |φρ. ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή, αρχικά |φρ. ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή, από παλιά |φρ. ὁ ἐξ ἀρχῆς=αρχικός |φρ. κάτ' ἀρχάς, τὸ κάτ' ἀρχάς=στην αρχή |φρ. (τήν) ἀρχήν, τάς ἀρχάς=πρώτα απ'όλα |φρ. ἀρχήν με άρνηση=καθόλου, σε καμιά περίπτωση
ἄρχω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είμαι πρώτος, πηγαίνω πρώτος, προηγούμαι |οδηγώ κπ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. 2. κυβερνώ, διοικώ, είμαι αρχηγός |συνήθως με γεν., σπανιότερα με δοτ. προσ. |απόλ. |με σύστ. Α 3. αρχίζω, κάνω αρχή |με γεν. πράγμ. |με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ. |με δοτ. ή αιτ. |είμαι η αιτία, δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης Β.ΜΕΣΟ αρχίζω, κάνω αρχή |με γεν. πράγμ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με απρφ. (δηλώνεται η έναρξη της ενέργειας) |με μτχ. (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας) |φρ. ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο πρόσωπο ή πράγμα Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι, εξουσιάζομαι, είμαι υπήκοος |οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες