Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γενειάδα
1 item total
γενειάδα η [jeniáδa & jenáδa] Ο26 : μακριά και πλούσια γένια: Έχει μια ~ που κατεβαίνει ως το στήθος του.

[λόγ. < αρχ. γενειάς, αιτ. -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go