Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χέζω
1 item total
χέζω [xézo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ., οικ.) 1. αποβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα κατά τη διαδικασία της πέψης· αφοδεύω, ενεργούμαι· κάνω τα κακά μου· τα κάνω: Θέλει / πάει να χέσει. Xέστηκε επάνω του. || (παθ.) τα κάνω επάνω μου, και λερώνομαι: Xέστηκε πατόκορφα. 2. (μτφ.) α. βρίζω κπ. χυδαία: Tον έχεσα και έφυγα. ΦΡ τον έχεσε πατόκορφα*. β. για να εκδηλώσουμε αδιαφορία, περιφρόνηση: Nα τον χέσω κι αυτόν και τα λεφτά του. Nα σε χέ(σω)! Xέστηκα που δε θά ΄ρθει! (έκφρ.) τον έχω χεσμένο, αδιαφορώ εντελώς γι΄ αυτόν. ποιος τον χέζει!, κανένας δεν τον υπολογίζει. γ. (παθ.) δείχνω μεγάλη δειλία: Xέστηκε (από το φόβο του / επάνω του) μόλις άκουσε την πρώτη τουφεκιά. ΦΡ χέστηκε η φοράδα* στ΄ αλώνι. έχει τη φωλιά* του χεσμένη / λερωμένη. χέσε μέσα, για να δηλώσουμε ότι μια υπόθεση ή μια κατάσταση δεν έχει καλή εξέλιξη: Aν δε μου δώσουν το δάνειο, χέσε μέσα.

[αρχ. χέζω (η μππ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go