Dictionary of Standard Modern Greek
| 46,692 items total [411 - 420] | << First < Previous Next > Last >> |
- -ος 2 : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγονται: (βογκώ) βόγκος, (βροντώ) βρόντος, (μοχθώ) μόχθος, (πηδώ) πήδος, (πονώ) πόνος, (χτυ πώ) χτύπος.
[μεταρ. επίθημα -ος κατά το σχ.: χωρ-ώ - χώρ-ος υποχωρ.]
- -ος 3 : επίθημα αρσενικών μεγεθυντικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (μύτη) μύτος, (τουφέκι) τούφεκος, (χωράφι) χώραφος.
[μεγεθ. -ος κατά το σχ.: τραγ-ί - τράγ-ος]
- -ος 4 : κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών που: 1. προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά: μέρος, έδαφος. 2. προέρχονται από μεταπλασμό αρσενικών ουσιαστικών σε -ος με σκοπό την υπαγωγή τους στην κλίση των ουδετέρων: (ο πλούτος) το πλούτος.
[1: αρχ. & λόγ. < αρχ. κατάλ. ουδ. -ος: αρχ. ἔδαφ-ος· 2: αρχ. κατάλ. ουδ. -ος που αντιστοιχεί σε επίθ. σε -ύς: αρχ. βάθ-ος - βαθ-ύς, βάρ-ος - βαρ-ύς και αναλ. μεταπλ. μσν. ο πλούτος > το πλούτος]
- -ος 5 : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια ή αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγονται: (ριγώ) ρίγος, (φέγγω) φέγγος, (ψεύδομαι) ψεύδος.
[ελνστ. και μσν. αφηρ. μεταρ. επίθημα -ος αναλ. προς τα αρχ. ζευγάρια: αρχ. βαθύ-νω - βάθ-ος, βαρύ-νω - βάρ-ος, θερ-ίζω - θέρ-ος (ουδ. `καλοκαίρι΄): ελνστ. λαθ- (λανθάνω) > λάθ-ος, μσν. βυθ-ίζω > βύθ-ος, κουρσ-εύω > κούρσ-ος]
- -ος 6 & -ός [ós] : κατάληξη λόγιας προέλευσης θηλυκών ουσιαστικών· (πρβ. -ος 7): οδός, εγκύκλιος.
[λόγ. < αρχ. κατάλ. θηλ. -ος: αρχ. ὁδ-ός, πρόοδ-ος]
- -ος 7 & -ός θηλ. -ος [os] & -ός [ós] : κατάληξη επαγγελματικών ουσιαστικών ή ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα: ο, η γιατρός, δικηγόρος, ηθοποιός, παιδίατρος, φαρμακοποιός, φιλόλογος, βοηθός. || κάποτε επιχειρείται αντικατάσταση του θηλυκού με τις καταλήξεις -ινα, -α ή -ισσα· τα παράγωγα όμως αυτά δεν καλύπτουν το επίσημο επίπεδο της γλώσσας: γιάτρισσα, δικηγορίνα, ξενοδόχα, φιλολογίνα.
[αρχ. κατάλ. αρσ. -ος, -ός: αρχ. φιλόλογ-ος (δες λ.), ἰατρ-ός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- -οστός -οστή -οστό [ostós] : επίθημα για το σχηματισμό των τακτικών αριθμητικών πάνω από το είκοσι: τριακοστός, τεσσαρακοστός, πεντηκοστός, εξηκοστός· εκατοστός, διακοσιοστός, τριακοσιοστός, χιλιοστός. || απειροστός, πολλοστός, νιοστός.
[λόγ. < αρχ. επίθημα τακτικών αριθμτ. -οστός: αρχ. τεσσαρακ-οστός]
- -οσύνη [osíni] : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. δηλώνει την ιδιότητα που απορρέει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· παράγεται: α. από επίθετα σε -ος: (δίκαιος) δικαιοσύνη, (αγράμματος) αγραμματοσύνη, (έμπιστος) εμπιστοσύνη, (έξαλλος) εξαλλοσύνη, (ντροπαλός) ντροπαλοσύνη. β. από επίθετα σε -ων / -ονας: (αγνώμων - αγνώμονας) αγνωμοσύνη, (ελεήμων - ελεήμονας) ελεημοσύ νη, (ισχυρογνώμων - ισχυρογνώμονας) ισχυρογνωμοσύνη, (μετριόφρων - μετριόφρονας) μετριοφροσύνη. γ. από ονόματα (επίθετα ή ουσιαστικά) σε -ης, -ας, -ής, -άς που δηλώνουν ιδιότητα: (νοικοκύρης) νοικοκυροσύ νη, (μάστορας) μαστοροσύνη, (ατζαμής) ατζαμοσύνη, (χουβαρντάς) χουβαρντοσύνη. 2. (παραγωγή από ουσιαστικά) δηλώνει: α. (λαϊκότρ.) επάγγελμα, τέχνη σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαραγκός) μαραγκοσύνη. β. σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ιερέας) ιεροσύνη, (ρωμιός) ρωμιοσύνη, (χριστιανός) χριστιανοσύνη. 3. παράλληλα με παράγωγα ουσιαστικά σε -ότητα, -ιά, -άδα με διαφορά ή όχι ως προς τη σημασία ή το επίπεδο γλώσσας: (άγιος) αγιοσύνη - αγιότητα, (αγαθός) αγαθοσύνη - αγαθότητα, (άμυαλος) αμυαλοσύνη - αμυαλιά, (παλικάρι) παλικαροσύνη - παλικαριά, (σβέλτος) σβελτοσύνη - σβελτάδα.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα -σύνη παραγωγικό αφηρ. θηλυκών ουσ., συνήθ. σε λ. σε -ων: αρχ. σώφρων > σωφρο-σύνη, ελνστ. ἐλεήμων > ἐλεημο-σύνη αλλά και σε λ. σε -ος: αρχ. δίκαιο-ς > δικαιο-σύνη και τελικά επέκτ. σε -οσύνη: αρχ. μάντ-ις > μαντ-οσύνη `μαντική τέχνη΄]
- -ότατος -ότατη -ότατο [ótatos] : επίθημα για το σχηματισμό του μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ός / -ος που σχηματίζουν παραθετικά· (πρβ. -ύτατος, -έστατος): (νέος) νεότατος, (παλιός) παλιότατος, (στενός) στενότατος, (σοφός) σοφότατος, (σύντομος) συντομότατος, (ψηλός) ψηλότατος. || σε τίτλους και προσφωνήσεις: Παναγιότατος, σεβασμιότατος. || χωρίς να υπάρχει ο αντίστοιχος θετικός βαθμός: αιδεσιμότατος, εκλαμπρότατος, Mεγαλειότατος.
-ότατα επίθημα για το σχηματισμό του μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού του αντίστοιχου επιρρήματος: (σύντομα) συντομότατα, (ωραία) ωραιότατα. [λόγ. < αρχ. επίθημα για το σχηματισμό υπερθετικού βαθμού -ότατος, -ώτατος: αρχ. ἐνδοξότατος, σοφώτατος]
- -ότερος -ότερη -ότερο [óteros] : επίθημα για το σχηματισμό του μονολεκτικού συγκριτικού βαθμού των επιθέτων σε -ός / -ος που σχηματίζουν παραθετικά· (πρβ. -ύτερος, -έστερος): (μικρός) μικρότερος, (νέος) νεότερος, (παλιός) παλιότερος, (στενός) στενότερος, (σοφός) σοφότερος, (σύντομος) συντομότερος, (ψηλός) ψηλότερος. || παράλληλα με τύπο σε -ύτερος: (χοντρός) χοντρότερος και χοντρύτερος. || στα ανώμαλα παραθετικά: (κακός) χειρότερος, (γέρος) γεροντότερος, (πολύς) περισσότερος. || χωρίς να υπάρχει ο αντίστοιχος θετικός βαθμός: προτιμότερος.
-ότερα επίθημα για το σχηματισμό του μονολεκτικού συγκριτικού του αντίστοιχου επιρρήματος: (σύντομα) συντομότερα, (ψηλά) ψηλότερα, (ωραία) ωραιότερα. [αρχ. επίθημα για το σχηματισμό συγκριτικού βαθμού -ότερος, -ώτερος: αρχ. ἐνδοξότερος, σοφώτερος]



