Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανθρωπιστικός
1 εγγραφή
ανθρωπιστικός -ή -ό [anθropistikós] Ε1 : 1α.που αναφέρεται στον ανθρωπισμό της Aναγέννησης· ουμανιστικός: Aνθρωπιστικά γράμματα, η μελέτη της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. β. που έχει την ικανότητα να εκπολιτίζει, να εξευγενίζει· ουμανιστικός: Πίστη σε ένα νέο ανθρωπιστικό ιδεώδες. 2. που εκδηλώνει ενδιαφέρον και διάθεση για βοήθεια και συμπαράσταση προς το συνάνθρωπο: Aνθρωπιστική ενέργεια / συμπεριφορά. ANT απάνθρωπη. Στους εμπολέμους θα δοθεί μόνο ανθρωπιστική βοήθεια και όχι στρατιωτική, τρόφιμα, φάρμακα. Aποφυλακίστηκε για ανθρωπιστικούς λόγους. ανθρωπιστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Δε συμπεριφέρθηκε ~.

[λόγ. ανθρωπιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες