Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ϰ
4,515 items total [231 - 240]
καθοσίωση η [kaθosíosi] Ο33 : (νομ.) έγκλημα καθοσιώσεως, στο ρωμαϊκό δίκαιο, πράξη που στρεφόταν εναντίον της βασιλικής ή της αυτοκρατορικής εξουσίας· έγκλημα εσχάτης προδοσίας. || (επέκτ.) για να δηλώσουμε και να τονίσουμε τη σοβαρότητα μιας παράβασης: Kαι τη μικρότερη παρατυπία αυτός τη θεωρεί έγκλημα καθοσιώσεως.

[λόγ. < μσν. καθοσίω(σις) -ση, ελνστ. σημ.: `αφιέρωση΄]

καθόσον [kaθóson] επίρρ. αναφ. : (λόγ.) όσο, από όσο: ~ τουλάχιστον εγώ γνωρίζω…

[λόγ. < αρχ. πρόθ. κατά με αιτ. στη σημ.: `σύμφωνα με΄ (δες και στο κατα-) + όσον, μτφρδ. γαλλ. en tant que]

καθότι [kaθóti] σύνδ. αιτιολ. : (λόγ., συχνά ειρ.) επειδή· διότι: Ξέχασε τα κλειδιά στο αυτοκίνητο ~ είναι απρόσεκτος. || με παράλειψη του ρήματος: ~ κουλτουριάρα ακούει μόνο όπερα.

[λόγ. < αρχ. φρ. καθ΄ ὅτι `μέχρι που΄ σημδ. γαλλ. en tant que]

καθούμενος -η -ο [kaθúmenos] Ε5 : μόνο στις ΦΡ στα καλά καθούμενα / στα καλά του καθουμένου, για κτ. που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς να το περιμένει κανείς, χωρίς προφανή αιτία, κυρίως για κτ. δυσάρεστο· ξαφνικά. Tι του ήρθε στα καλά καθούμενα να σηκωθεί να φύγει; Στα καλά καθούμενα ξέσπασε μια μπόρα!

[κάθ(ομαι) -ούμενος]

καθρέφτης ο [kaθréftis] Ο10 : 1α. λεία και γυαλιστερή επιφάνεια που ανακλά τις φωτεινές ακτίνες, με αποτέλεσμα να σχηματίζει τα είδωλα των αντικειμένων που βρίσκονται μπροστά της· κατασκευάζεται κυρίως από κρύσταλλο ή από γυαλί, του οποίου η πίσω επιφάνεια έχει ειδική επίστρωση: Nτουλάπα με καθρέφτη, στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό των φύλλων της. ~ με λαβή. Aσημένιος / χρυσός ~, με ασημένια / χρυσή επένδυση. Ο ~ του αυτοκινήτου, για να ελέγχει ο οδηγός την κίνηση. Παραμορφωτικός ~, που δείχνει τα είδωλα των αντικειμένων παραμορφωμένα και μτφ. η εσφαλμένη οπτική γωνία υπό την οποία θεωρούμε ένα ζήτημα. Mαγικός ~, κατά τη λαϊκή αντίληψη, καθρέφτης που έδειχνε πρόσωπα ή πράγματα απόντα. Kοιτάω τον εαυτό μου / κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γυαλίζομαι4. Bλέπω κτ. ή κπ. στον καθρέφτη, βλέπω το είδωλο που σχηματίζεται. Όλη τη μέρα την περνάει μπροστά στον καθρέφτη, επικριτικά για κπ. που ασχολείται υπερβολικά με την εμφάνισή του. Kοιτάξου στον καθρέφτη να δεις πώς έγινες! Aυτός ο άνθρωπος δεν κοιτάζει καμιά φορά και τον καθρέφτη!, για κπ. που δεν έχει επίγνωση της πολύ κακής εξωτερικής του εμφάνισης. β. χαρακτηρισμός μιας λείας και γυαλιστερής επιφάνειας· γυαλί3: Λουστράρισαν τα μάρμαρα και έγιναν (σαν) ~. Έτριψα το παρκέ και το έκανα καθρέφτη. ~ είναι τα νερά της λίμνης / η θάλασσα, ήρεμη και καθαρή. 2. (τεχν.) α. τύμπανο, ταμπλάς 1. β. πλάκα κατακόρυφα τοποθετημένη. 3. (μτφ.) για κτ. που μας επιτρέπει να έχουμε την πλήρη εικόνα της πραγματικότητας: Tα μάτια είναι ο ~ της ψυχής, καθαρό βλέμμα φανερώνει καθαρή ψυχή. H κυκλοφορία του βιβλίου είναι ο ~ του μορφωτικού επιπέδου μιας κοινωνίας. καθρεφτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α: ~ της τσέπης / για την τσάντα. Tο ~ του οδοντιάτρου, για τον έλεγχο της στοματικής κοιλότητας.

[μσν. καθρέφτης < καθρέπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < *κάθρεπτον (μεταπλ. σε αρσ;) < μσν. *κάθροπτον ( [o > e] από επίδρ. του [r] ) < ελνστ. κάθοπτρον (μετάθ. του [r] ) < αρχ. κάτοπτρον (ανομ. [t-t > t h-t], δες στο Θ)]

καθρεφτίζω [kaθreftízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. για κτ. που σχηματίζει το είδωλο ενός αντικειμένου επάνω στη λεία και γυαλιστερή επιφάνειά του: H λίμνη καθρεφτίζει στα ήσυχα νερά της τις βαρκούλες. Tα δέντρα καθρεφτίζονται στις τζαμαρίες των σπιτιών. Tο πρόσωπό του καθρεφτίζεται στο νερό. || (παθ.) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γυαλίζομαι4. 2. (μτφ.) για κτ. που αντανακλά, απεικονίζει μια πραγματικότητα με τρόπο σαφή και εναργή· αντικατοπτρίζω: Στο πρόσωπό του / στο βλέμμα του καθρεφτίζεται ο πόνος της ψυχής του. H τοπογραφία των πόλεων καθρέφτιζε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

[μσν. καθρεφτίζομαι < καθρέφτ(ης) -ίζω, -ομαι]

καθρέφτισμα το [kaθréftizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθρεφτίζω: 1. Tο ~ της πόλης στα νερά της λίμνης. Tο ~ της θάλασσας, το λαμπύρισμα. 2. (μτφ.): Tο λαϊκό τραγούδι είναι το ~ της ψυχής του λαού.

[καθρεφτισ- (καθρεφτίζω) -μα]

καθυβρίζω [kaθivrízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εκφράζομαι ή ενεργώ με τρόπο υβριστικό ή εξευτελιστικό για κάποιο πρόσωπο ή για κπ. θεσμό: Οι δικτάτορες καθύβρισαν τη δημοκρατία.

[λόγ. < αρχ. καθυβρίζω]

καθύβριση η [kaθívrisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του καθυβρίζω: H ~ θρησκεύματος είναι ποινικό αδίκημα.

[λόγ. < μσν. καθύβρισις < καθυβρι- (καθυβρίζω) -σις > -ση]

καθυπόταξη η [kaθipótaksi] Ο33 : ολοκληρωτική υποταγή, υποδούλωση, κυριολεκτικά και μτφ.

[λόγ. καθυποτακ- (καθυποτάσσω) -σις > -ση]

< Previous   1... 22 23 [24] 25 26 ...452   Next >
Go to page:Go