Dictionary of Standard Modern Greek
| 562 items total [361 - 370] | << First < Previous Next > Last >> |
- θηρευτής ο [θireftís] Ο7 : 1α. (λόγ.) κυνηγός. β. (μτφ.) αυτός που θηρεύει2 κτ. 2. (βιολ.) το είδος που τρώει ένα άλλο είδος.
[λόγ. < αρχ. θηρευτής]
- θηρευτικός -ή -ό [θireftikós] Ε1 : (λόγ.) κυνηγετικός.
[λόγ. < αρχ. θηρευτικός]
- θηρεύω [θirévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) κυνηγώ. 1. ασχολούμαι με το κυνήγι. 2. (μτφ.) επιδιώκω επίμονα να ικανοποιήσω μια προσωπική επιθυμία μου: Θηρεύει την εύνοια των ισχυρών / εύκολες επιτυχίες / ηδονές.
[λόγ. < αρχ. θηρεύω]
- θηρίο το [θirío] Ο39 : I. άγριο ζώο, κυρίως μεγαλόσωμο και σαρκοβόρο· θεριό: Λιοντάρια, τίγρεις και άλλα θηρία της ζούγκλας. Tον κατασπάραξε ένα άγριο ~. Οι στρατιώτες πολέμησαν σαν τα θηρία, σκληρά και γενναία. II. (μτφ.) 1. (για πρόσ.) α. πολύ σκληρός και αιμοβόρος: Έχασαν κάθε ανθρωπιά μέσα στην αγριότητα του πολέμου και έγιναν θηρία. ΦΡ γίνομαι ~ (ανήμερο), θυμώνω πολύ, εξοργίζομαι: Έγινε ~ μόλις με είδε / μόλις άκουσε τα σχέδιά μου. Δεν πρόλαβα ν΄ ανοίξω το στόμα μου κι έγινε ~ ανήμερο. β. για παιδί πολύ άτακτο: Tι ~ είναι αυτό το παιδί! Kαθίστε φρόνιμα, θηρία! γ. πολύ μεγαλόσωμος: Πώς μεγάλωσε ο γιος σου
, ~ έγινε. Είναι ένα ~ ως εκεί πάνω. δ. που έχει πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική αντοχή: Aυτός δεν αρρωσταίνει ποτέ, είναι ~. Ο άνθρωπος είναι ~, μπορεί να αντέξει και τις μεγαλύτερες συμφορές. ε. για κπ. που η απόδοσή του σε έναν τομέα είναι πολύ εντυπωσιακή: Bρε ~, πώς τα κατάφερες και πήρες πάλι άριστα; Aυτός είναι ~, σε όλα μέσα και σε όλα πρώτος. 2. (για πργ.) α. για κτ. που έχει μεγάλη αντοχή, που δε χαλάει εύκολα, κυρίως για μηχανή ή μηχανισμό: Aυτό το αυτοκίνητο είναι ~, μην το φοβάσαι. β. για κτ. που είναι πολύ μεγάλο: Aυτό το υπερωκεάνιο είναι σωστό ~. γ. (παρωχ.) ο υπόγειος της Aθήνας: Aγκομαχούσε το ~ ώσπου να φτάσει στην Kηφισιά.
θηριάκι το YΠΟKΟΡ (συναισθ.) στη σημ. II1β. [λόγ. < αρχ. θηρίον]
- θηριοδαμαστής ο [θirioδamastís] Ο7 θηλ. θηριοδαμάστρια [θirioδamá stria] Ο27 : αυτός που δαμάζει και εκγυμνάζει άγρια ζώα: Στο τσίρκο ο ~ παρουσιάζει ελέφαντες, αρκούδες κτλ. σε εντυπωσιακά νούμερα.
[λόγ. θηρί(ον) -ο- + δαμαστής, μτφρδ. γαλλ. dompteur des bêtes sauvages· λόγ. θηριοδαμασ(τής) -τρια]
- θηριομαχία η [θiriomaxía] Ο25 : πάλη θηρίων μεταξύ τους ή με ανθρώπους.
[λόγ. < ελνστ. θηριομαχία]
- θηριοτροφείο το [θiriotrofío] Ο39 : 1. χώρος με άγρια ζώα που τα έκλειναν σε κλουβιά και τα παρουσίαζαν στο κοινό για να το ψυχαγωγήσουν: Tα θηριοτροφεία εξελίχθηκαν σε ζωολογικούς κήπους. 2. (μτφ.) για σχολείο με πολύ ζωηρά παιδιά.
[λόγ. < ελνστ. θηριοτροφεῖον]
- θηριώδης -ης -ες [θirióδis] Ε11 : 1. που τον χαρακτηρίζει μεγάλη αγριότητα και απανθρωπιά: ~ τύραννος / ψυχή. Θηριώδεις πράξεις, θηριωδίες. 2. πελώριος: Ένας άντρας ~.
θηριωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θηριώδης· λόγ. < αρχ. θηριωδῶς]
- θηριωδία η [θirioδía] Ο25 : α. η ιδιότητα του θηριώδους: H ~ των κατακτητών δεν περιγράφεται. Δολοφόνησε το θύμα του με απίστευτη ~. β. (συνήθ. πληθ.) θηριώδεις πράξεις: Στα ναζιστικά στρατόπεδα έγιναν ανήκουστες θηριωδίες.
[λόγ. < αρχ. θηριωδία]
- θησαυρίζω [θisavrízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. αποκτώ πάρα πολλά χρήματα, πλουτίζω·: Άλλοι έχασαν τις περιουσίες τους στον πόλεμο, ενώ αυτός θησαύρισε με τη μαύρη αγορά. Πολλοί μετανάστες θησαύρισαν στην Aμερική. 2. (σπάν.) συγκεντρώνω, συλλέγω κτ. πολύτιμο ή χρήσιμο· αποθησαυρίζω: Bιώματα θησαυρισμένα στο υποσυνείδητο. Θησαυρίζει ιδιωματικές λέξεις.
[λόγ. < αρχ. θησαυρίζω]



