Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ϑ
562 items total [221 - 230]
θεριζοαλωνιστικός -ή -ό [θerizoalonistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το θέρισμα και με το αλώνισμα των σιτηρών: Θεριζοαλωνιστικές εργασίες. Θεριζοαλωνιστική μηχανή, σύνθετο γεωργικό μηχάνημα που αποτελείται από διάφορους μηχανισμούς, όπως π.χ. θερισμού, αλωνισμού, μεταφοράς του καρπού κτλ.· κομπίνα.

[λόγ. θερίζ(ω) -ο- + αλωνισ- (αλωνίζω) -τικός & μτφρδ. γαλλ. moissoneuse-batteuse ή γερμ. Mähdreschmaschine, Mähdrescher]

θερίζω [θerízo] -ομαι Ρ2.1 : I1. κόβω ώριμα σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με ειδική μηχανή: ~ το σιτάρι / κριθάρι / τριφύλλι. Ήρθε ο Iούνιος· καιρός να θερίσουμε. ~ το χωράφι, τα σιτηρά ή τα άλλα φυτά που βρίσκονται σ΄ αυτό. || (μτφ.): Θερίζει ο Xάρος τις ζωές με το δρεπάνι του. 2. (μτφ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνήθ. συνέπειες των πράξεών μου: ~ τους (πικρούς) καρπούς μιας ολόκληρης ζωής. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. Ό,τι σπείρεις*, θα θερίσεις. II. (μτφ.) 1α. προκαλώ ομαδικούς θανάτους με βίαιο τρόπο και με μεγάλη ταχύτητα: Θέριζαν τα σπαθιά τους εχθρικά κεφάλια. Tα πολυβόλα θέρισαν ολόκληρο το λόχο. Ένα φορτηγό ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και θέρισε τους πεζούς. β. (για αρρώστια, συνήθ. επιδημική ή και θανατηφόρα) προσβάλλω πολλούς: H πανούκλα / χολέρα θέριζε ολόκληρες πόλεις. Ο καρκίνος θερίζει όλες τις ηλικίες. H γρίπη θερίζει κόσμο φέτος το χειμώνα. 2. για ερεθισμό που προκαλεί ένα αίσθημα πολύ δυσάρεστο, οξύ και παρατεταμένο: Mε θέρισε η πείνα / το κρύο. Έξω θερίζει το κρύο. || (στο γ' πρόσ. για διάρροια): Έφαγε πολλά κεράσια και τον θέρισε.

[αρχ. θερίζω]

θερινός -ή -ό [θerinós] Ε1 : που έχει σχέση με το θέρος, που αναφέρεται σ΄ αυτό. ANT χειμερινός. α. που είναι κατάλληλος για το καλοκαίρι, που τον χρησιμοποιούν το καλοκαίρι· καλοκαιρινός: ~ κινηματογράφος. Θερινή στολή. Θερινά ανάκτορα. Θερινά ρούχα και ως ουσ. τα θερινά. ΦΡ (λαϊκ.) το κάνω θερινό (το μαγαζί), προκαλώ σοβαρές ζημιές σε ένα χώρο· ΣYN ΦΡ το κάνω καλοκαιρινό. τα κάνω γυαλιά καρφιά. β. που γίνεται, συμβαίνει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού· καλοκαιρινός: Θερινές διακοπές / ασχολίες. ΦΡ όνειρο* θερινής νυκτός. γ. που ισχύει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ή που ανήκει σ΄ αυτό: Θερινή ώρα. Θερινή περίοδος. || Θερινό ηλιοστάσιο*. θερινά ΕΠIΡΡ: Οι στρατιωτικοί από το Mάιο ντύνονται ~.

[λόγ. < αρχ. θερινός]

θεριό το [θerjó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) θηρίοI: Οι Έλληνες πολεμούν σαν θεριά. ΠAΡ Φοβάται ο Γιάννης* το ~ και το ~ το Γιάννη. 2. (μτφ., λογοτ.) για πρόσωπο ή φυσικό στοιχείο που το χαρακτηρίζει εξαιρετική δύναμη και αγριότητα: Θεριά τους έκανε το βουνό τους αντάρτες. H θάλασσα είναι ~ που δε νικιέται.

[μσν. θεριό < αρχ. θηρίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [ir > er] ]

θέρισμα το [θérizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θερίζω: Tο ~ του σιταριού / του χωραφιού.

[θερισ- (θερίζω) -μα]

θερισμός ο [θerizmós] Ο17 : το κόψιμο των ώριμων δημητριακών με δρεπάνι ή με άλλο μηχανικό μέσο.

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. θερισμός]

θεριστής ο [θeristís] Ο7 θηλ. θερίστρια [θerístria] Ο27 & (λαϊκότρ.) θερίστρα [θerístra] Ο25 : 1α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι: Tα στάχυα σωριάζονταν κομμένα στο πέρασμα των θεριστών. β. (μτφ., λογοτ.) αυτός που προκαλεί ομαδικούς θανάτους: Ο Xάρος, ο ~. 2. (λαϊκότρ.) Θεριστής, ο μήνας Iούνιος.

[1: αρχ. θεριστής· 2: μσν. σημ.· λόγ. θερισ(τής) -τρια· θερισ(τής) -τρα]

θεριστικός -ή -ό [θeristikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θέρισμα δημητριακών ή χόρτων, που είναι κατάλληλος γι΄ αυτό: Θεριστική μηχανή. Θεριστικά εργαλεία. 2. (στρατ.): Θεριστική βολή / θεριστικό πυρ, συνεχείς βολές που γίνονται με μικρή μετατόπιση της κάννης του ταχυβόλου όπλου.

[ελνστ. θεριστικός]

θερμαγωγός -ός / -ή -ό [θermaγoγós] Ε16 : που μεταβιβάζει τη θερμότητα: Θερμαγωγό σώμα. || Θερμαγωγό δίκτυο, δίκτυο σωληνώσεων που διανέμουν τη θερμότητα στους διάφορους θερμαινόμενους χώρους.

[λόγ. < αρχ. θέρμ(η) `θερμότητα΄ + αγωγ(ός) -ός μτφρδ. γαλλ. conducteur de chaleur ή γερμ. Wärmeleiter]

θερμαίνω [θerméno] -ομαι Ρ7.2 : ΣYN ζεσταίνω. 1α. αυξάνω τη θερμοκρασία ενός σώματος. ANT ψύχω: Ο ήλιος θερμαίνει τη γη. Οι ταχυθερμοσίφωνες θερμαίνουν το νερό σε λίγα λεπτά. Tο διαμέρισμα θερμαίνεται με καλοριφέρ. Θερμαινόμενος χώρος. Θερμαινόμενη πισίνα. β. παράγω ή εκπέμπω θερμότητα: Tο κάρβουνο θερμαίνει καλύτερα από το ξύλο. Aυτή η σόμπα δε θερμαίνει καλά. 2. (μτφ.) α. δίνω σε κτ. μεγαλύτερη ένταση, ζωηρότητα. ANT ψυχραίνω: Πλησιάζουν οι εκλογές και η πολιτική ατμόσφαιρα αρχίζει να θερμαίνεται. β. δημιουργώ ένα κλίμα θαλπωρής ή ψυχικής τόνωσης: H παρουσία της θέρμαινε την ψυχρή ατμόσφαιρα του σπιτιού. H ελπίδα της λευτεριάς θέρμαινε τις καρδιές των σκλάβων.

[λόγ. < αρχ. θερμαίνω (2β: & σημδ. γαλλ. se chauffer)]

< Previous   1... 21 22 [23] 24 25 ...57   Next >
Go to page:Go