Dictionary of Standard Modern Greek
| 562 items total [241 - 250] | << First < Previous Next > Last >> |
- θερμίδα η [θermíδa] Ο26 : 1. (φυσ.) μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των ποσοτήτων της θερμότητας· καλορί: Mικρή ~. Mεγάλη ~, που είναι ίση με χίλιες μικρές θερμίδες. 2. (φυσιολ.) η παραπάνω μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ενεργειακής αξίας των τροφών: Tροφές πλούσιες / φτωχές σε θερμίδες. Ο άντρας καταναλίσκει περισσότερες θερμίδες από τη γυναίκα.
[λόγ. θερμ(ός) -ίς > -ίδα μτφρδ. γαλλ. calorie και διεθ. calory]
- θερμιδικός -ή -ό [θermiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις θερμίδες2: Θερμιδική επάρκεια. Οι θερμιδικές ανάγκες του οργανισμού των παιδιών / των εφήβων κτλ.
[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ικός]
- θερμιδογόνος -ος / -α -ο [θermiδoγónos] Ε14 : που έχει την ιδιότητα να παράγει θερμίδες: Tα λίπη έχουν μεγάλη θερμιδογόνο αξία.
[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ο- + -γόνος μτφρδ. γαλλ. calorifique ή διεθ. calori- + -genic = -γόνος]
- θερμιδομετρία η [θermiδometría] Ο25 : κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση των ποσοτήτων της θερμότητας στα διάφορα φυσικά, χημικά ή βιολογικά φαινόμενα.
[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ο- + -μετρία μτφρδ. γαλλ. calorimétrie (-métrie = -μετρία)]
- θερμιδόμετρο το [θermiδómetro] Ο40 : όργανο που χρησιμοποείται στη θερμιδομετρία για μετρήσεις.
[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. calorimètre (-mètre = -μετρον)]
- θερμικός -ή -ό [θermikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη θερμότητα ως μορφή ενέργειας: Θερμική αγωγιμότητα / αντοχή / μονάδα. 2. που προέρχεται από τη θερμότητα: Θερμική ακτινοβολία / διαστολή / ενέργεια. Θερμικό αίσθημα. || Θερμική μόνωση, που διατηρεί τη θερμότητα. 3. που γίνεται ή λειτουργεί με τη θερμότητα: Θερμική κατεργασία. ~ κινητήρας, που μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε μηχανική.
[λόγ. < γαλλ. thermique < αρχ. θερμ(ός) -ique = -ικός]
- θερμο- [θermo] & θερμό- [θermó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θερμ- [θerm], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : οι έννοιες θερμός, θερμότητα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~συσσωρευτής, θερμαγωγός, ~ρρυθμιστικός, ~μετρώ, ~γόνος. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα: α. δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του θερμού: ~πηγή, θερμόαιμος. β. δηλώνει ότι η θερμότητα αποτελεί το μέσο με το οποίο γίνεται ή λειτουργεί κτ.: ~θεραπεία, ~κοιτίδα, ~κήπιο, ~συγκολλώ. 3. σε παρατακτικά σύνθετα: ~χημεία, ~ηλεκτρικός. 4. με επιτατική σημασία: ~παρακαλώ.
[λόγ. < αρχ. θερμ(ο)- θ. του επιθ. θερμό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. θερμο-λουσία `ζεστό μπάνιο΄ & διεθ. thermo- < αρχ. θερμο-, θέρμ(η) `ζέστη΄ -ο-: θερ μο-δυναμική < γαλλ. thermodynamique & μτφρδ. αγγλ. warm, hot, γαλλ. chauffage, calorique, γερμ. warm- (δες στο θερμόαιμος)]
- θερμόαιμος -η -ο [θermóemos] Ε5 : 1. (βιολ., για ζώο) που η θερμοκρασία του σώματός του, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι σταθερή και ανεξάρτητη από εκείνη του περιβάλλοντος· ομοιόθερμος. ANT ψυχρόαιμος: Tα θηλαστικά είναι ζώα θερμόαιμα. 2. (μτφ.) που τα συναισθήματά του διεγείρονται εύκολα και εκδηλώνονται με εκρηκτικό τρόπο: Συμπλοκή μεταξύ θερμόαιμων οπαδών αντίπαλων παρατάξεων, ευέξαπτων. ANT ψύχραιμος. Ο μεσογειακός άντρας θεωρείται πολύ ~.
[λόγ. θερμο- + αίμ(α) -ος, μτφρδ.: 1: γερμ. warmblütig, Warmblütler ή γαλλ. (animal à) sang chaud· 2: γαλλ. (qui a le) sang chaud ή αγγλ. hot blooded]
- θερμογόνος -ος / -α -ο [θermoγónos] Ε14 : που παράγει ή αποβάλλει θερμότητα.
[λόγ. < γαλλ. thermogène < thermo- = θερμο- + -gène = -γόνος]
- θερμογραφία η [θermoγrafía] Ο25 : η μέτρηση του θερμικού πεδίου ενός αντικειμένου. || (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη διαφορά της θερμικής ακτινοβολίας που παρουσιάζουν τα διάφορα σημεία του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. thermographie < thermo- = θερμο- + -graphie = -γραφία]



