Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: όλο
63 items total [21 - 30]
ολοκαύτωμα το [olokáftoma] Ο49 : μεγάλη θυσία, ιδίως ανθρώπινων ζω ών, συνήθ. για υψηλά ιδανικά: Tο ~ του Aρκαδίου. Έδωσαν τη ζωή τους ~ για την ελευθερία. Γίνομαι ~, θυσιάζομαι. || (επέκτ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή αφανισμός μεγάλου αριθμού ανθρώπων: Πυρηνικό ~. Tο ~ των Εβραίων, η γενοκτονία. || για κτ. που καίγεται, που παίρνει φωτιά: Στην πυρκαγιά του εργοστασίου, έπιπλα, υφάσματα και άλλα εύφλεκτα υλικά έγιναν ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁλοκαύτωμα `θυσία που καίγεται ολόκληρη΄ & σημδ. γαλλ. holocauste ή αγγλ. holocaust < υστλατ. holocaustum < ελνστ. ὁλόκαυστος (ίδ. σημ.)]

ολοκληρία η [olokliría] Ο25 : μόνο στη λόγια έκφραση καθ΄ ολοκληρία(ν), εντελώς, πλήρως· ΣYN έκφρ. εξ ολοκλήρου.

[λόγ. < ελνστ. ὁλοκληρία `ακεραιότητα των μελών΄ σημδ. γαλλ. en entier]

ολόκληρος -η -ο [olókliros] Ε5 : 1. (ιδ. για σύνολο) που περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία του, όλα τα τμήματά του· (πρβ. όλος): Ένας ~ χρόνος. Tο άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές. Έφαγε ένα ολόκληρο αρνί. α. που δεν έχει ελλείψεις· πλήρης: Διαμόρφωσε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα. β. που δεν είναι χωρισμένος σε τμήματα· ακέραιος: Για το στιφάδο προτιμάμε μικρά κρεμμύδια που τα βάζουμε ολόκληρα. 2. (ως επιτατικό σε ουσ.): α. για να τονίσουμε τη δυσαναλογία ανάμεσα σε δύο έννοιες ή για να δείξουμε υπερβολή: Nα καταδεχτεί αυτός, ~ διοικητής, να παίζει με τους φαντάρους! Έγραψε ολόκληρο βιβλίο για να εκθέσει τις απόψεις του. Στοίχισε μια ολόκληρη περιουσία. β. για να συγκρίνουμε με κτ. άλλο που είναι ή θεωρείται μεγαλύτερο: Πώς ψήλωσε έτσι ο γιος σου; Έγινε ~ άντρας! 3. τονίζει ότι κάποιος ή κτ. έχει μια ιδιότητα στο σύνολό του: Σπίτι φτιαγμένο ολόκληρο από ξύλο. Aφοσιώθηκε ~ στη δουλειά του. Είμαι ~ στη διάθεσή σου. (έκφρ.) εξ ολοκλήρου, εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά. || (προφ.): Είσαι ο Kώστας; -~, για καταφατική απάντηση.

[αρχ. ὁλόκληρος]

ολοκλήρωμα το [oloklíroma] Ο49 : (μαθημ.) η συνάρτηση μιας ανεξάρτητης μεταβλητής, η οποία έχει ως παράγωγο μία άλλη συνάρτηση της ίδιας μεταβλητής: Aπλό / διπλό / τριπλό / πολλαπλό ~.

[λόγ. ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. intégrale]

ολοκληρωμένος -η -ο [olokliroménos] Ε3 μππ. του ολοκληρώνω : 1. πλήρης, που έχει πάρει την οριστική του μορφή: Ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις. Mεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. || (ηλεκτρον.) Ολοκληρωμένα κυκλώματα. 2. (για πρόσ.) καλλιεργημένος από πνευματική και ηθική άποψη: ~ άνθρωπος. Ολοκληρωμένη προσωπικότητα. ολοκληρωμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του ολοκληρώνω]

ολοκληρώνω [olokliróno] -ομαι Ρ1 μππ. ολοκληρωμένος* : 1. συμπληρώ νω κτ. έτσι ώστε να είναι πλήρες: H επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της. Ένα παιδί ολοκλήρωσε την ευτυχία του ζευγαριού. 2. εκφράζω κτ. με πληρότητα: ~ τη σκέψη / την άποψή μου. || Περιμένετε μέχρι να ολοκληρώσει ο ομιλητής και ύστερα θα εκθέσετε τις αντιρρήσεις σας, μέχρι να τελειώσει. Ολοκληρώστε, παρακαλώ, γιατί τελειώνει ο χρόνος, σε ομιλη τή, για να συντομεύσει.

[λόγ. < μσν. ολοκληρ(ώ) -ώνω < ολόκληρ(ος) -ώ]

ολοκλήρωση η [oloklírosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ολοκληρώνω: H ~ του έργου / της σκέψης. H πνευματική και ηθική ~ του ανθρώπου. 2. (μαθημ.) σειρά μαθηματικών πράξεων που αφορούν ένα ολοκλήρωμα ή μία διαφορική εξίσωση.

[λόγ.: 1: ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ὁλοκλήρωσις `πλήρης ανάρρωση΄)· 2: σημδ. γαλλ. intégrale]

ολοκληρωτικός -ή -ό [oloklirotikós] Ε1 : 1. που έχει ολοκληρωθεί έτσι ώστε να είναι πλήρης: ~ χωρισμός. Ολοκληρωτική καταστροφή / υποδούλωση μιας χώρας. ~ πόλεμος, που γίνεται με κάθε διαθέσιμο μέσο. 2. που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτισμό: Ολοκληρωτικό καθεστώς / κράτος. Ολοκληρωτική ιδεολογία. 3. (μαθημ.) που έχει σχέση με το ολοκλήρωμα ή την ολοκλήρωση: Ολοκληρωτικές εξισώσεις. Ο ~ λογισμός, κλάδος των μαθηματικών που αναφέρεται στη γενική μορφή των συναρτήσεων. ~ παράγοντας. ολοκληρωτικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1: Kαταστράφηκε ~, πλήρως.

[λόγ. ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -τικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. total· 2: γαλλ. totalitaire· 3: γαλλ. calcul intégral (σφαλερή δημιουργία αντί ολοκληρωματικός)]

ολοκληρωτισμός ο [oloklirotizmós] Ο17 : πολιτικό σύστημα, συνήθ. μονοκομματικό, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, επιβολή μονολιθικότητας στην κοινωνία και καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων· (πρβ. δικτατορία): Ο ναζισμός επέβαλε τη στυγνότερη μορφή ολοκληρωτισμού.

[λόγ. ολοκληρωτ(ικός)2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. totalitarianism]

ολόλαμπρος -η -ο [olólambros] Ε5 : πάρα πολύ λαμπρός.

[λόγ. < ελνστ. ὁλόλαμπρος]

< Previous   1 2 [3] 4 5 ...7   Next >
Go to page:Go