Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ωτίτιδα
1 item total
ωτίτιδα η [otítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή στον εξωτερικό ακουστικό πόρο και στο κοίλο του τυμπάνου των αυτιών: Εξωτερική / μέση / οξεία / χρόνια / πυώδης ~.

[λόγ. < γαλλ. otite < αρχ. ὠτ(ός) γεν. της λ. οyς `αυτί΄ -ite = -ίτις > -ίτιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go