Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ωρολόγιο
3 items total [1 - 3]
ωρολόγιο 1 το [orolójio] Ο40 : (λόγ.) ρολόι.

[λόγ. < ελνστ. ὡρολόγιον (ηλια κό ή νερού)]

ωρολόγιο 2 το : (εκκλ.) βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των Ωρών.

[λόγ. < μσν. ωρολόγιον < ελνστ. ὡρολόγιον (δες ωρολόγιο 1)]

ωρολόγιος -α -ο [orolójios] Ε6 : στην έκφραση ωρολόγιο πρόγραμμα (μαθημάτων), πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες μαθημάτων.

[λόγ. ωρολόγι(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. horaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go