Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ωλένη
1 item total
ωλένη η [oléni] Ο30 : (ανατ.) το ένα από τα δύο οστά που αποτελούν τον πήχη του χεριού, τον αντιβραχίονα.

[λόγ. < αρχ. ὠλένη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go