Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψευδοκράτος
1 item total
ψευδοκράτος το [psevδokrátos] Ο46 : περιοχή που έχει αυτοανακηρυχθεί σε κράτος το οποίο δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα: Tο ~ του Nτενκτάς.

[λόγ. ψευδο- + κράτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go