Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χώσιμο
1 item total
χώσιμο το [xósimo] Ο50 : (οικ.) η ενέργεια του χώνω: Tο ~ του ξύλου στο χώμα, μπήξιμο. Tο ~ στο ντουλάπι, κρύψιμο. Tο ~ στον τάφο, θάψιμο.

[χωσ- (χώνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go