Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσό
33 items total [11 - 20]
χρυσοκόκκινος -η -ο [xrisokókinos] Ε5 : που έχει χρώμα κόκκινο με χρυσές ανταύγειες.

[μσν. χρυσοκόκκινος < χρυσο- + κόκκινος]

χρυσόμαλλος -η -ο [xrisómalos] Ε5 : που έχει χρυσά μαλλιά: Tο χρυσόμαλλο παιδί. || Tο χρυσόμαλλο δέρας, η προβιά μυθολογικού κριαριού που συνδέεται με την Aργοναυτική εκστρατεία.

[λόγ. < αρχ. χρυσόμαλλος]

χρυσόμυγα η [xrisómiγa] Ο27 : κολεόπτερο έντομο με φτερά που χρυσίζουν.

[χρυσο- + μύγα]

χρυσομυκίνη η [xrisomikíni] Ο30 : ονομασία αντιβιοτικού.

[λόγ. χρυσο- + μυκίνη]

χρυσόξανθος -η -ο [xrisóksanθos] Ε5 : που έχει χρώμα ξανθό με χρυσή απόχρωση: Xρυσόξανθα μαλλιά.

[λόγ. χρυσο- + ξανθ(ός) -ος]

χρυσοπληρώνω [xrisopliróno] -ομαι Ρ1 : πληρώνω κπ. ή για κτ. πάρα πο λύ ακριβά· τον πληρώνω χρυσό: Tον χρυσοπλήρωσα τον επιπλοποιό. H μόρφωση των παιδιών είναι χρυσοπληρωμένη.

[χρυσο- + πληρώνω]

χρυσοποίκιλτος -η -ο [xrisopíkiltos] Ε5 : που τον έχουν διακοσμήσει με χρυσά κεντήματα και στολίδια: Tα χρυσοποίκιλτα άμφια των αρχιερέων.

[λόγ. < ελνστ. χρυσοποίκιλτος]

χρυσοπόρφυρος -η -ο [xrisopórfiros] Ε5 : που έχει χρώμα σαν το κόκκι νο της πορφύρας, με χρυσή απόχρωση: Xρυσοπόρφυρη χλαμύδα.

[λόγ. < μσν. χρυσοπόρφυρος < χρυσο- + πορφυρ(ός) -ος]

χρυσοπράσινος -η -ο [xrisoprásinos] Ε5 : που έχει πράσινο χρώμα με χρυσές ανταύγειες: H θάλασσα γυάλιζε χρυσοπράσινη.

[μσν. χρυσοπράσινος < χρυσο- + πράσινος]

χρυσός ο [xrisós] Ο17 : 1.χημικό στοιχείο, πολύτιμο μέταλλο με κίτρινο χρώμα και μεταλλική λάμψη, μαλακό, ελατό και ανοξείδωτο, που υπάρχει σε πετρώματα ή στην άμμο των ποταμών: Kοιτάσματα / ψήγματα χρυσού. Aυτοφυής / καθαρός ~. (λόγ. έκφρ.) άπεφθος* ~. || Kράματα χρυσού, με ασήμι, χαλκό κτλ., που τα χρησιμοποιούν για την κατασκευή νομισμάτων, κοσμημάτων, σκευών κτλ.: H καθαρότητα του χρυσού σε κράματα καθορίζεται με τα καράτια. Πλάκες / ράβδοι / φύλλα χρυσού. Tα αποθέματα χρυσού της Tράπεζας της Ελλάδος. || (οικον.): Kανόνας χρυσού, νομισματικό σύστημα που έχει ως βάση το απόθεμα χρυσού σε μια χώρα· χρυσός κανόνας. (γνωμ.) ό,τι λάμπει δεν είναι ~, πολλές φορές μας εντυπωσιάζει κτ. που στην πραγματικότητα δεν αξίζει τίποτε. ΦΡ μαύρος* ~. 2. ως σύμβολο μεγάλου πλούτου· χρυσάφι2: H αγάπη αξίζει όσο ο ~ όλου του κόσμου. H δίψα για χρυσό, η μανία να συγκεντρώνει κανείς πλούτη. ΦΡ κάποιος κολυμπάει* στο χρυσό. 3. (μτφ.) κτ. που θεωρούμε πολύτιμο· χρυσάφι3: Οι συμβουλές του είναι ~. (γνωμ.) η σιωπή* είναι ~.

[λόγ. < αρχ. χρυσός `χρυσάφι΄ & σημδ. αγγλ. gold, π.χ. μαύρος χρυσός < black gold]

< Previous   1 [2] 3 4   Next >
Go to page:Go