Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χειραγώγηση
1 item total
χειραγώγηση η [xiraγójisi] Ο33 : η ενέργεια του χειραγωγώ· καθοδήγηση·: H ~ του ανθρώπου στο δρόμο της αρετής. Iδεολογική / πολιτική ~.

[μσν. χειραγώγησις < χειραγωγη- (χειραγωγώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go