Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χειραγώγηση η [xiraγójisi] Ο33 : η ενέργεια του χειραγωγώ· καθοδήγηση·: H ~ του ανθρώπου στο δρόμο της αρετής. Iδεολογική / πολιτική ~.
[μσν. χειραγώγησις < χειραγωγη- (χειραγωγώ) -σις > -ση]



