Dictionary of Standard Modern Greek
| 12 items total [11 - 12] | << First < Previous Next > Last >> |
- φυλλοφόρος -α -ο [filofóros] Ε4 : που φέρει, που διαθέτει φύλλα, φύλλωμα: Φυλλοφόρα δέντρα.
[λόγ. < ελνστ. φυλλοφόρος `που έχει φύλλα΄, αρχ. σημ.: `αγώνας με αμοιβή ένα στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. feuillu]
- φυλλόχωμα το [filóxoma] Ο49 : χώμα που σχηματίζεται από την αποσύνθεση φύλλων δέντρων και υπολειμμάτων φυτών και που χρησιμοποιείται ως λίπασμα.
[φύλλ(ο) -ο- + χώμα]



