Dictionary of Standard Modern Greek
| 78 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- φιλοδώρημα το [filoδórima] Ο49 : μικρό χρηματικό ποσό που δίνουν ως δώρο οι πελάτες σε κπ. υπάλληλο (ξενοδοχείου, εστιατορίου, καφενείου, κινηματογράφου κτλ.) για την περιποίηση ή την εξυπηρέτηση που αυτός τους προσφέρει· πουρμπουάρ: Οι δημόσιοι υπάλληλοι απαγορεύεται να δέχονται φιλοδωρήματα. Δίνει πάντα μεγάλα φιλοδωρήματα και γι΄ αυτό τον περιποιούνται ιδιαίτερα.
[λόγ. < μσν. φιλοδώρημα < φιλοδωρη- (φιλοδωρώ) -μα]
- φιλοδωρώ [filoδoró] Ρ10.9α : 1. (παρωχ.) δίνω φιλοδώρημα σε κπ. 2. (κυρ. μτφ., ειρ.) χειροδικώ εναντίον κάποιου: Mε φιλοδώρησε μ΄ ένα χαστούκι.
[λόγ. < μσν. φιλοδωρώ < αρχ. φιλόδωρ(ος) `που δίνει δώρα΄ -ώ]
- φιλοζωικός -ή -ό [filozoikós] Ε1 : που σχετίζεται με το ζωόφιλο ή με τη ζωοφιλία: Φιλοζωική Εταιρεία.
[λόγ. φιλόζω(ος) -ικός]
- φιλόζωος -η -ο [filózoos] Ε5 : ο ζωόφιλος.
[λόγ. < αρχ. φιλόζῳος]
- φιλοθεάμων -ων -ον [filoθeámon] Ε ουδ. και φιλοθέαμον : (λόγ.) που του αρέσουν πολύ, που αγαπάει τα θεάματα, συνήθ. στην έκφραση το φιλοθεάμον κοινό.
[λόγ. < αρχ. φιλοθεάμων]
- φιλοκαλία η [filokalía] Ο25 : (λόγ.) η αγάπη προς το (αισθητικά) ωραίο· καλαισθησία.
[λόγ. < αρχ. φιλοκαλία]
- φιλόκαλος -η -ο [filókalos] Ε5 : (λόγ.) που αγαπάει το (αισθητικά) ωραίο.
[λόγ. < αρχ. φιλόκαλος]
- φιλοκατήγορος -η -ο [filokatíγoros] Ε5 : που έχει την τάση, που συνηθίζει να κατηγορεί, να ψέγει τους άλλους.
[λόγ. φιλο- + κατηγορ(ώ) -ος]
- φιλοκέρδεια η [filokérδia] Ο27 : η υπερβολική αγάπη, επιδίωξη του κέρδους. ANT αφιλοκέρδεια.
[λόγ. < αρχ. φιλοκέρδεια]
- φιλοκερδής -ής -ές [filokerδís] Ε10 : που αγαπά το κέρδος, που το πρωταρχικό του κίνητρο είναι το κέρδος. ANT αφιλοκερδής.
[λόγ. < αρχ. φιλοκερδής]



