Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φελλός
1 item total
φελλός ο [felós] Ο17 : 1. φυτική ύλη που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων και που, αφού υποστεί ορισμένη κατεργασία, χρησιμοποιείται πολύ λόγω των ιδιοτήτων της (ελαφριά, ελαστική και αδιάβροχη): Σόλες / τακούνια / πώματα από φελλό. 2. κομμάτι ή αντικείμενο από φελλό: Tα αλιευτικά δίχτυα κρατιούνται στην επιφάνεια με φελλούς. || (ειδικότ.) πώμα μπουκαλιών ή άλλων δοχείων: Πετάχτηκε ο ~ και η σαμπάνια ξεχύθηκε αφρίζοντας. 3. (μτφ.) άτομο ανόητο και επιπόλαιο, χωρίς αξία: Mην περιμένεις υπευθυνότητα απ΄ αυτόν το φελλό. Οι φελλοί επιπλέουν.

[αρχ. φελλός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go