Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φάρυγγας
1 item total
φάρυγγας ο [fáriŋgas] Ο5 : (ανατ.) κοιλότητα του λαιμού σε σχήμα χωνιού, που συνδέει τη στοματική με τις ρινικές κοιλότητες και με τον οισοφάγο.

[λόγ. < αρχ. φάρυγξ, αιτ. -υγγα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go