Dictionary of Standard Modern Greek
| 321 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- υποδεκανέας ο [ipoδekanéas] Ο21 : (στρατ.) τιμητικός βαθμός που απονέμεται σε στρατιώτη του στρατού ξηράς.
[λόγ. υπο- δεκαν(εύς) -έας]
- υποδεσπόζουσα η [ipoδespózusa] Ο27 : (μουσ.) η τέταρτη βαθμίδα της κλίμακας: Tο φα είναι η ~ της κλίμακας ντο.
[λόγ. υπο- δεσπόζουσα (θηλ. μεε. του δεσπόζω) μτφρδ. γαλλ. sous-dominante]
- υποδέχομαι [ipoδéxome] Ρ3β : πηγαίνω να συναντήσω κπ. ο οποίος έρχεται προς εμένα ή φθάνει από μακριά, με τρόπο που δείχνει φιλική διάθεση: Bγήκανε να τον υποδεχτούνε. ~ κπ. θερμά / με ανοιχτές αγκάλες. Επίσημη αντιπροσωπεία θα υποδεχτεί τους ξένους επισήμους στο αεροδρόμιο. Tον υποδέχτηκαν μετά φανών* και λαμπάδων / ψυχρά. || (ειρ.): Οι διαδηλωτές υποδέχτηκαν την αστυνομία με πέτρες και ξύλα.
[λόγ. < αρχ. ὑποδέχομαι]
- υποδηλώνω [ipoδilóno] -ομαι Ρ1 : δηλώνω, φανερώνω, δείχνω κτ. με έμμεσο τρόπο: H απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
[λόγ. < ελνστ. ὑποδηλ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `δηλώνω ιδιαιτέρως΄]
- υποδήλωση η [ipoδílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποδηλώνω.
[λόγ. < αρχ. ὑποδήλω(σις) `υπαινιγμός΄ -ση κατά τη σημ. του υποδηλώνω]
- υπόδημα το [ipóδima] Ο49 : (λόγ.) παπούτσι. || γενική ονομασία για καθετί που καλύπτει και προστατεύει εξωτερικά το κάτω μέρος του ποδιού.
[λόγ. < αρχ. ὑπόδημα]
- υποδηματοποιείο το [ipoδimatopiío] Ο39 : επίσημη ονομασία για το κατάστημα που επιδιορθώνει παπούτσια· το τσαγκάρικο.
[λόγ. υποδηματο(ποιός) -ποιείον]
- υποδηματοποιία η [ipoδimatopiía] Ο25α : βιομηχανία κατασκευής παπουτσιών.
[λόγ. υποδηματο(ποιός) -ποιία]
- υποδηματοποιός ο [ipoδimatopiós] Ο17 : επίσημη ονομασία για τον τεχνίτη που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει παπούτσια· ο τσαγκάρης.
[λόγ. < ελνστ. ὑποδηματοποιός `σανδαλοποιός΄]
- υποδηματοπωλείο το [ipoδimatopolío] Ο39 : το κατάστημα του υποδηματοπώλη.
[λόγ. υποδηματο(πώλης) -πωλείο]



